Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἄναρκτος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿ'Œœ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2, $3;")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> sans maître, non gouverné;<br /><b>2</b> qui ne se laisse pas gouverner.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἄρχω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[sans maître]], [[non gouverné]];<br /><b>2</b> qui ne se laisse pas gouverner.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἄρχω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 18:43, 28 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄναρκτος Medium diacritics: ἄναρκτος Low diacritics: άναρκτος Capitals: ΑΝΑΡΚΤΟΣ
Transliteration A: ánarktos Transliteration B: anarktos Transliteration C: anarktos Beta Code: a)/narktos

English (LSJ)

ον, (ἄρχω) not governed or subject, Th.5.99; not submitting to be governed, βίος A.Eu.526 (where Wieseler metri gr. ἀνάρχετος, on analogy of ἀπεύχετος), S.Fr.30.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no se somete a disciplina, βίος A.Eu.526, cf. S.Fr.30.
2 que no puede ser sometido νησιώτης Th.5.99, οὐδεὶς δ' ἄναρκτος οὐδ' αὐτοτελής Plu.2.754d.

German (Pape)

[Seite 205] 1) nnbeherrscht, ohne Oberherrn, βίος Aesch. Eum. 500; Soph. frg. 28. – 2) keinen Oberherrn duldend, steh nicht beherrschen lassend, Thuc. 5, 99.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 sans maître, non gouverné;
2 qui ne se laisse pas gouverner.
Étymologie: , ἄρχω.

Russian (Dvoretsky)

ἄναρκτος: никому не подвластный, независимый Aesch., Soph., Thuc., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἄναρκτος: -ον, (ἄρχω) ὁ μὴ ἀρχόμενος, ὁ μὴ ὑποταγμένος, Θουκ. 5. 99· ὁ μὴ ὑποτασσόμενος ὥστε νὰ κυβερνηθῇ ὑφ’ ἑτέρου, μήτ’ ἄναρκτον βίον μήτε δεσποτούμενον αἰνέσῃς Αἰσχύλ. Εὐμ. 526 (ἔνθα ὁ Wieseler χάριν τοῦ μέτρου διώρθωσε λίαν ἐπιτυχῶς ἀνάρχετος κατ’ ἀναλογίαν τοῦ ἀπεύχετος), Σοφ. Ἀποσπ. 28.

Greek Monolingual

ἄναρκτος, -ον (Α) άρχω
αυτός που δεν υποτάσσεται ή δεν έχει υποταχθεί σε άλλον, που δεν εξουσιάζεται ή δεν ανέχεται να εξουσιάζεται από άλλον.

Greek Monotonic

ἄναρκτος: -ον (ἄρχω), μη υποταγμένος ή μη εξουσιαζόμενος, σε Θουκ.· αυτός που δεν υποχωρεί στην εξουσία, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ἄρχω
not governed or subject, Thuc.: not submitting to be governed, Aesch.