λιθοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
m (Text replacement - "as ''Subst.''" to "as substantive")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0046.png Seite 46]] Steine tragend, führend, von Katapulten, = [[λιθοβόλος]], Pol. 4, 56, 3; D. Sic. 13, 78; κεραῖαι, Callixen. bei Ath. V, 208 d; vgl. Plut. Galb. g.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0046.png Seite 46]] Steine tragend, führend, von Katapulten, = [[λιθοβόλος]], Pol. 4, 56, 3; D. Sic. 13, 78; κεραῖαι, Callixen. bei Ath. V, 208 d; vgl. Plut. Galb. g.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[qui porte des pierres]];<br /><b>2</b> ὁ [[λιθοφόρος]] machine à lancer des pierres.<br />'''Étymologie:''' [[λίθος]], [[φέρω]].
}}
{{elru
|elrutext='''λῐθοφόρος:''' <b class="num">II</b> ὁ Polyb. = [[λιθοβόλος]].<br />служащий для перевозки камней (ὁλκάδες Diod.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐθοφόρος''': -ον, ὁ φέρων λίθους, μεταφέρων, ὁλκάδες Διόδ. 13. 78· [[κεραία]] Μοσχίων παρ’ Ἀθην. 208D· 2) ὡς οὐσιαστ., [[λιθοφόρος]], ὁ, = [[λιθοβόλος]], Πολυδ. Δ΄, 56, 3. 3) [[λιθοφόρος]], ὁ, [[ἐπίσης]] ὡς οὐσιαστ., [[ὄνομα]] ἀξιώματος ἱερατικοῦ, Ἐπιγρ. Ἀθηνῶν καὶ Ἐλευσῖνος ἐν CIA. ΙΙΙ. 296. 702.
|lstext='''λῐθοφόρος''': -ον, ὁ φέρων λίθους, μεταφέρων, ὁλκάδες Διόδ. 13. 78· [[κεραία]] Μοσχίων παρ’ Ἀθην. 208D· 2) ὡς οὐσιαστ., [[λιθοφόρος]], ὁ, = [[λιθοβόλος]], Πολυδ. Δ΄, 56, 3. 3) [[λιθοφόρος]], ὁ, [[ἐπίσης]] ὡς οὐσιαστ., [[ὄνομα]] ἀξιώματος ἱερατικοῦ, Ἐπιγρ. Ἀθηνῶν καὶ Ἐλευσῖνος ἐν CIA. ΙΙΙ. 296. 702.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui porte des pierres;<br /><b>2</b> ὁ [[λιθοφόρος]] machine à lancer des pierres.<br />'''Étymologie:''' [[λίθος]], [[φέρω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λῐθοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που κουβαλάει, μεταφέρει λίθους· ως ουσ., = [[λιθοβόλος]], σε Πολύβ.
|lsmtext='''λῐθοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που κουβαλάει, μεταφέρει λίθους· ως ουσ., = [[λιθοβόλος]], σε Πολύβ.
}}
{{elru
|elrutext='''λῐθοφόρος:''' <b class="num">II</b> ὁ Polyb. = [[λιθοβόλος]].<br />служащий для перевозки камней (ὁλκάδες Diod.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λῐθο-[[φόρος]], ον [[φέρω]]<br />[[carrying]] stones:—as [[substantive]], = [[λιθοβόλος]], Polyb.
|mdlsjtxt=λῐθο-[[φόρος]], ον [[φέρω]]<br />[[carrying]] stones:—as [[substantive]], = [[λιθοβόλος]], Polyb.
}}
}}

Latest revision as of 18:58, 28 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λιθοφόρος Medium diacritics: λιθοφόρος Low diacritics: λιθοφόρος Capitals: ΛΙΘΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: lithophóros Transliteration B: lithophoros Transliteration C: lithoforos Beta Code: liqofo/ros

English (LSJ)

ον, carrying stones, ὁλκάδες DS. 13.78; κεραῖαι Moschio ap. Ath. 5.208d; ἱερεύς IG 3.296. as substantive λ., ὁ, = λιθοβόλος I. 2, Plb. 4.56.3.

German (Pape)

[Seite 46] Steine tragend, führend, von Katapulten, = λιθοβόλος, Pol. 4, 56, 3; D. Sic. 13, 78; κεραῖαι, Callixen. bei Ath. V, 208 d; vgl. Plut. Galb. g.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui porte des pierres;
2λιθοφόρος machine à lancer des pierres.
Étymologie: λίθος, φέρω.

Russian (Dvoretsky)

λῐθοφόρος: II ὁ Polyb. = λιθοβόλος.
служащий для перевозки камней (ὁλκάδες Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

λῐθοφόρος: -ον, ὁ φέρων λίθους, μεταφέρων, ὁλκάδες Διόδ. 13. 78· κεραία Μοσχίων παρ’ Ἀθην. 208D· 2) ὡς οὐσιαστ., λιθοφόρος, ὁ, = λιθοβόλος, Πολυδ. Δ΄, 56, 3. 3) λιθοφόρος, ὁ, ἐπίσης ὡς οὐσιαστ., ὄνομα ἀξιώματος ἱερατικοῦ, Ἐπιγρ. Ἀθηνῶν καὶ Ἐλευσῖνος ἐν CIA. ΙΙΙ. 296. 702.

Greek Monolingual

-ο, θηλ. και -α (AM λιθοφόρος -ον)
αυτός που μεταφέρει πέτρες
αρχ.
το αρσ. ως ουσ.λιθοφόρος
α) ιερατικό αξίωμα
β) η πολιορκητική μηχανή λιθοβόλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + φόρος (< φέρω)].

Greek Monotonic

λῐθοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που κουβαλάει, μεταφέρει λίθους· ως ουσ., = λιθοβόλος, σε Πολύβ.

Middle Liddell

λῐθο-φόρος, ον φέρω
carrying stones:—as substantive, = λιθοβόλος, Polyb.