δύσληπτος: Difference between revisions
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> difficile à saisir;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> difficile à comprendre.<br />'''Étymologie:''' [[δυσ-]], [[λαμβάνω]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[difficile à saisir]];<br /><b>2</b> <i>fig.</i> difficile à comprendre.<br />'''Étymologie:''' [[δυσ-]], [[λαμβάνω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 18:58, 28 November 2022
English (LSJ)
ον, hard to take hold of, Sor.1.88; hard to catch, μοχθηρία Ph.2.366, cf. Luc.Anach.27; hard to comprehend, Str.13.4.12, A.D.Synt.225.28, Plu.2.17d.
Spanish (DGE)
-ον
I 1difícil de agarrar τὸ κεφάλιον en la extracción de un feto muerto καὶ δ. ἐστιν διὰ τὴν περιφέρειαν Sor.4.5.131, αἱ μικραί (θηλαί) Sor.2.8.55, ὄχανον ... δ. ὑπὸ λειότητος Luc.Anach.27
•difícil de capturar de enemigos, D.C.36.35.3
•escurridizo de peces, Luc.Pisc.51.
2 fig. difícil de percibir μοχθηρία Ph.2.366, de las fronteras fluviales, Str.13.4.12, αἱ αἰτίαι Plb.36.17.12, τὸ ἀκατάλληλον A.D.Synt.225.27, ἀλήθεια Plu.2.17d, ἡ ... διαγωγὴ δ. τις οὖσα καὶ ἀηδὴς τῇ αἰσθήσει Gr.Nyss.V.Mos.99.24
•difícil de comprender τὸ πρᾶγμα e.d., qué es lo sublime, Longin.6, ἡ δ' ἀπὸ τῶν στοιχείων ἔφοδος Plu.2.426f
•difícil de saber ὁ περὶ ἀποδημίας τόπος Vett.Val.91.21.
II adv. δυσλήπτως = de forma difícil de comprender οὐ γὰρ ἀσαφῶς ἢ δ. ἔκκειται (la cuestión) no es oscura ni incomprensible Afric.Cest.1.17.50.
German (Pape)
[Seite 683] schwer zu fassen, ὑπὸ λειότητος, Luc. gymn. 27; übertr., schwer zu begreifen, Plut. de aud. poet. 2 g. E., u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 difficile à saisir;
2 fig. difficile à comprendre.
Étymologie: δυσ-, λαμβάνω.
Russian (Dvoretsky)
δύσληπτος:
1 за который трудно ухватиться (ὄχανον δύσληπτον διὰ λειότητος Luc.);
2 трудноуловимый, неудобопонятный (sc. μάθησις τοῦ ὄντος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
δύσληπτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ συλλάβῃ τις, Λουκ. Γυμν. 27· δυσκατάληπτος, δυσνόητος, Πλούτ. 2. 17D.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δύσληπτος, -ον)
1. αυτός που δύσκολα συλλαμβάνεται, πιάνεται
2. δυσνόητος («δύσληπτα νοήματα»)
νεοελλ.
(για τροφή, φάρμακα) αυτός που δύσκολα λαμβάνεται, πίνεται ή τρώγεται
αρχ.
1. αυτός που δύσκολα δίνει λαβή (ἐδόκει... δύσληπτον ὑπὸ λειότητος» — δύσκολο να πιαστεί επειδή ήταν τόσο λείο)
2. δυσεξερεύνητος, δυσεξιχνίαστος.
Greek Monotonic
δύσληπτος: -ον (λαμβάνω), αυτός που δεν συλλαμβάνεται εύκολα, δυσνόητος, σε Λουκ.