κατακλαίω: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(Moy.<\/b><\/i> )([\p{Greek}]+)μαι " to "$1μαι ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> κατακλαύσομαι, <i>ao.</i> κατέκλαυσα;<br /><b>1</b> [[pleurer sur]], [[se lamenter sur]];<br /><b>2</b> [[pleurer abondamment]];<br /><i><b>Moy.</b></i> κατακλαίομαι déplorer, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κλαίω]].
|btext=<i>f.</i> κατακλαύσομαι, <i>ao.</i> κατέκλαυσα;<br /><b>1</b> [[pleurer sur]], [[se lamenter sur]];<br /><b>2</b> [[pleurer abondamment]];<br /><i><b>Moy.</b></i> [[κατακλαίο]]μαι déplorer, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κλαίω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 19:51, 28 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακλαίω Medium diacritics: κατακλαίω Low diacritics: κατακλαίω Capitals: ΚΑΤΑΚΛΑΙΩ
Transliteration A: kataklaíō Transliteration B: kataklaiō Transliteration C: kataklaio Beta Code: kataklai/w

English (LSJ)

Att. κατακλάω [ᾱ], A bewail loudly, lament, τινα Ar.V.386:— Med., E.El.156 (lyr.), IT149(lyr.). 2 abs., wail aloud, Id.El. 113 (lyr.). II c. gen. pers., lament before or to another, Herod. 1.59, Arr.Epict.1.23.4, etc.; κ. αὐτὸς ἑαυτοῦ ib.3.13.4.

German (Pape)

[Seite 1353] (s. κλαίω), att. -κλάω, beweinen; Eur. El. 113, der auch das med. braucht, I. T. 149 El. 156, wie Pol. 12, 15, 3; κατακλαύσαντές με Ar. Vesp. 336; Sp., die auch τινὸς κατακλαίειν sagen, Einem Etwas vorweinen. Vgl. κατακλάω.

French (Bailly abrégé)

f. κατακλαύσομαι, ao. κατέκλαυσα;
1 pleurer sur, se lamenter sur;
2 pleurer abondamment;
Moy. κατακλαίομαι déplorer, acc..
Étymologie: κατά, κλαίω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-κλαίω zie κατακλάω 1.

Russian (Dvoretsky)

κατακλαίω: атт. κατακλάω (λᾱ) (fut. κατακλαύσομαι, aor. κατέκλαυσα)
1 тж. med. горько оплакивать (τινά Eur., Arph., Polyb.);
2 (тж. πολλὰ κ. Plut.) горько плакать, рыдать Eur.

Greek Monolingual

κατακλαίω και αττ. τ. κατακλάω (Α)
1. θρηνώ κάποιον
2. θρηνώ μεγαλόφωνα
3. (με γεν. προσ.) θρηνώ ενώπιον κάποιου.

Greek Monotonic

κατακλαίω: Αττ. -κλάω [ᾱ]· μέλ. κλαύσομαι·
1. κλαίω, μοιρολογώ δυνατά, θρηνώ, θρηνολογώ, σε Αριστοφ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Ευρ.
2. απόλ., θρηνώ μεγαλοφώνως, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

κατακλαίω: Ἀττ. -κλάω ᾱ: μέλλ. -κλαύσομαι: ―μεγαλοφώνως θρηνῶ, πολὺ κλαίω τινά, τινα Ἀριστοφ. Σφ. 386· οὕτως ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ, Εὐρ. Ἑλ. 156· σύγγονον κατακλαιομένη Ι. Τ. 149. 2) ἀπολ., θρηνῶ μεγαλοφώνως, Εὐρ. Ἑλ. 113. 128. ΙΙ. μετὰ γεν. προσ., θρηνῶ ἐνώπιόν τινος ἢ πρός τινα, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 23, 4, κτλ.· κ. αὐτὸς ἑαυτοῦ 3. 13, 4.

Middle Liddell

attic -κλάω fut. κλαύσομαι
1. to bewail loudly, lament, Ar.; so in Mid., Eur.
2. absol. to wail aloud, Eur.