μηλωτή: Difference between revisions

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
(CSV import)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[δέρμα]] προβάτου), ἀπό τό [[μῆλον]] (=πρόβατο).
|mantxt=(=[[δέρμα]] προβάτου), ἀπό τό [[μῆλον]] (=[[πρόβατο]]).
}}
}}
{{ntsuppl
{{ntsuppl
|ntstxt=ῆς (ἡ) <b class="num">1</b> peau de brebis<br><b class="num">2</b> sonde de chirurgien<br>[[μῆλον]] 2]
|ntstxt=ῆς (ἡ) <b class="num">1</b> peau de brebis<br><b class="num">2</b> sonde de chirurgien<br>[[μῆλον]] 2]
}}
}}

Revision as of 12:20, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηλωτή Medium diacritics: μηλωτή Low diacritics: μηλωτή Capitals: ΜΗΛΩΤΗ
Transliteration A: mēlōtḗ Transliteration B: mēlōtē Transliteration C: miloti Beta Code: mhlwth/

English (LSJ)

ἡ, (μῆλον A) A sheepskin, any rough woolly skin, Philem.25, PTeb.38.22 (ii B.C.), LXX 3 Ki.19.13, Ep.Hebr.11.37, OGI629.32 (ii A.D.), A.D.Synt.191.9, Sch.Ar.V.670. II (μήλη) = μηλωτίς (probe), Erot.s.v. κάτοπτρον.

German (Pape)

[Seite 173] ἡ, Schaaffell, wie Schol. Ar. Vesp. 670 ἀργέλοφοι erkl. τῆς μηλωτῆς οἱ πόδες; Schaafpelz, Philem. bei Poll. 10, 176; auch ζώνη ἐκ δέρματος, Suid.

Russian (Dvoretsky)

μηλωτή:овечья или козья шкура NT.

Greek (Liddell-Scott)

μηλωτή: ἡ, (μῆλον) δέρμα προβάτου, πᾶσα δορὰ ἀκατέργαστος καὶ μαλλοφόρος, στρῶμα μηλωτήν τ’ ἔχει Φιλήμων ἐν «Εὐρίπῳ» 1, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 672· - ἐπὶ τοῦ ἱματισμοῦ τῶν μοναχῶν, «τὴν μηλωτὴν ἔχουσιν οἱ πάντοτε τὴν νέκρωσιν τοῦ Χριστοῦ ἐν τῷ σώματι περιφέροντες», μνημονεύεται ἐκ τοῦ Εὐαγρίου. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μηλωτή· διφθέρα»· - οὕτω καὶ μηλωτάριον, τό, Ἰω. Μόσχος 2856Α, κλ., ἰδὲ Δουκάγγ.

English (Strong)

from melon (a sheep); a sheep-skin: sheepskin.

English (Thayer)

μηλωτης, ἡ (from μῆλον sheep, also a goat; as καμηλωτη (`camlet') from κάμηλος (cf. Lob. Paralip., p. 332)), a sheepskin: Clement of Rome, 1 Corinthians 17,1 [ET]. For אַדֶּרֶת an outer robe, mantle, the Sept. in שֵׂעָר אַדֶּרֶת, a mantle of hair, Sept. δέρρις τριχινη). In the Byzantine writings (Apoll. Dysk. 191,9) μηλοτη denotes a monk's garment.

Greek Monolingual

(I)
η (ΑΜ μηλωτή)
δέρμα προβάτου, προβειά ή κάθε ακατέργαστο και τριχωτό δέρμα ζώου
νεοελλ.-μσν.
είδος επενδύτη ή κάλυμμα τών ώμων που έχει κατασκευαστεί από τριχωτό δέρμα, ιδίως προβάτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (ΙΙ) «πρόβατο», πιθ. από αμάρτυρο ρ. μηλόω (πρβλ. κηρωτή, πλακωτή)].
(II)
μηλωτή, ἡ (Α) μηλώ
μήλη, καθετήρας.

Chinese

原文音譯:mhlwt» 姆羅帖
詞類次數:名詞(1)
原文字根:羊皮
字義溯源:羊皮,綿羊皮;源自(μηλωτή)X*=羊)
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編
1) 綿羊皮(1) 來11:37

Mantoulidis Etymological

(=δέρμα προβάτου), ἀπό τό μῆλον (=πρόβατο).

French (New Testament)

ῆς (ἡ) 1 peau de brebis
2 sonde de chirurgien
μῆλον 2]