πτυχή: Difference between revisions
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3") |
||
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=Ἀπό τό [[πτύσσω]] (=διπλώνω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |mantxt=Ἀπό τό [[πτύσσω]] (=[[διπλώνω]]), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 29 November 2022
English (LSJ)
ἡ, v. πτύξ.
German (Pape)
[Seite 812] ἡ, nachhom. Form von πτύξ, w. m. vgl.; Pind. auch übertr., κλυταῖσι πτυχαῖς ὕμνων, Ol. 1, 105, von den kunstvollen Windungen u. Verschlingungen des Gesanges, bes. wohl auf die mannichfaltige metrische, musikalische u. orchestische Kunst der Hymnen zu beziehen.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
c. πτύξ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πτυχή -ῆς, ἡ post-hom., zie πτύξ.
Russian (Dvoretsky)
πτῠχή: ἡ (= * πτύξ)
1 складка, изгиб (σπλάγχνων πτυχαί Eur.);
2 табличка, дощечка (πτυχαὶ βίβλων Aesch.; δέλτου πτυχαί Eur.);
3 ущелье, долина (πτυχαὶ Κιθαιρῶνος Soph.);
4 pl. извилины, извивы (ὕμνων πτυχαί Pind.);
5 pl. закоулки или недра (οὐρανοῦ Eur.).
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. πτύξ, πτυχός, Α
1. καθεμιά από τις αναδιπλώσεις επιφάνειας που έχει διπλωθεί ή ζαρώσει, και ιδίως υφάσματος, δίπλα, πτύχωση (α. «οι πτυχές της κουρτίνας» β. «ῥαγέντων χλανιδίων ὑπὸ πτυχὰς ἔφαινε μηρόν», Χαιρήμ.
γ. «δάκρυσι νοτερὸν ἀεὶ πέπλων πρὸς στέρνῳ πτύχα τέγξω», Ευρ.)
2. καθετί που μοιάζει κατά το σχήμα με δίπλα υφάσματος, κάθε κυματοειδής ή αυλακοειδής σχηματισμός (α. «πτυχή εδάφους» β. «ἐν πτυχαῑς βίβλων κατεσφραγισμένα», Αισχύλ.
γ. «κατὰ σπλάγχνων πτυχάς», Ευρ.
δ. «τίκτουσιν ὑπὸ τὴν κοιλίαν εἰς τὰς πτυχάς», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. γεωλ. κυματοειδής σχηματισμός που παρατηρείται σε ιζηματογενή και μεταμορφωμένα πετρώματα του φλοιού της Γης (α. «ισοκλινής πτυχή» β. «κεκλιμένη πτυχή» γ. «ρηγματωμένη πτυχή»)
2. ανατ. κάθε αναδίπλωση υμενώδους, δερματικής ή εγκεφαλικής επιφάνειας («επιγάστρια πτυχή»)
3. μτφ. πλευρά, άποψη («εξέτασε και ανέλυσε όλες τις πτυχές του προβλήματος»)
αρχ.
1. χαράδρα, φαράγγι («τέτυκτο κατὰ πτυχὰς Οὐλύμποιο», Ομ. Ιλ.
β. «εἰς Κιθαιρῶνος πτυχὰς ἐλθών», Ευρ.)
2. τα φύλλα διπλωτής θύρας
3. σανίδα, ιδίως πλοίου, στην οποία ήταν γραμμένη η ονομασία του
4. μτφ. η στροφή έντεχνου ποιήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Το ριζικό όν. πτύξ, το οποίο απαντά μόνο στις πλάγιες πτώσεις (πρβλ. γεν. πτυχός, δοτ. πτυχί κ.λπ.) είναι, κατά την πιθανότερη άποψη, η πρωτόθετη λ., από την οποία παράγεται και το ρ. πτύσσω (βλ. λ. πτύσσω). Ο τ. πτυχή είναι μεταπλασμένος τ. του πτύξ κατά τα θηλ. σε -η. Από την οικογένεια τών πτυχή, πτύσσω προήλθαν διάφοροι τεχνικοί όροι (πρβλ. πτύχιον, πτυχίς)].
Greek Monotonic
πτῠχή: ἡ, = πτύξ, σε Τραγ.
Greek (Liddell-Scott)
πτυχή: ἡ, ὁ μεθ’ Ὅμ. τύπος τοῦ πτύξ, ὃ ἴδε.
Middle Liddell
πτῠχή, ἡ, = πτύξ, Trag.]
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό πτύσσω (=διπλώνω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.