σκευωρία: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=προσεκτική φύλαξη τῶν ἀποσκευῶν, [[μεγάλη]] φροντίδα, [[πανουργία]]). Ἀπό τό ἐπίθ. [[σκευωρός]] → [[σκεῦος]] + [[ὤρα]] (=φροντίδα), ἀπό ὅπου καί οἱ λέξεις: σκευωρῶ, [[σκευώρημα]] (=[[ἀπάτη]]).
|mantxt=(=προσεκτική φύλαξη τῶν ἀποσκευῶν, [[μεγάλη]] φροντίδα, [[πανουργία]]). Ἀπό τό ἐπίθ. [[σκευωρός]] → [[σκεῦος]] + [[ὤρα]] (=[[φροντίδα]]), ἀπό ὅπου καί οἱ λέξεις: σκευωρῶ, [[σκευώρημα]] (=[[ἀπάτη]]).
}}
}}

Revision as of 12:25, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκευωρία Medium diacritics: σκευωρία Low diacritics: σκευωρία Capitals: ΣΚΕΥΩΡΙΑ
Transliteration A: skeuōría Transliteration B: skeuōria Transliteration C: skevoria Beta Code: skeuwri/a

English (LSJ)

ἡ, A care of baggage, etc., Poll.10.15: generally, great care, excessive care, σ. ποιεῖσθαι περὶ τοὺς νεοττούς Arist.HA631b15, etc.; ἡ περὶ ταῦτα σ. Id.GA718a33; σ. γίγνεται περί τι Philem.61; critical nicety or elaboration, D.H. Comp.25; σ. διθυραμβική Id.Th.29; τεχνική ib.5, cf. Phld.Rh.1.65 S. II knavery, intrigue, D.55.2, Plu.Lys.25, Dio 30.

German (Pape)

[Seite 894] ἡ, 1) Sorgfalt, Emsigkeit; περὶ τοὺς νεοττοὺς ποιούμενοι σκευωρίαν, Arist. H. A. 9, 49; gen. anim. 1, 7; bes. übertriebene, lästige Sorgfalt, Meineke Meandr. p. 375 (eigtl. im Bewachen des Gepäcks); τεχνική, künstliche Behandlung, D. Hal. iud. Thuc. 5. – 2) schlauer Anschlag, List, Betrug, Tücke; Dem. 55, 2 von einem boshafter Weise angestellten Processe; κατά τινος, Plut. Dion. 30.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
maniement, mise en œuvre ; en mauv. part machination, intrigue.
Étymologie: σκευωρέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκευωρία -ας, ἡ [σκευωρέω] achterbaks gedrag, gemene streek:. σκευωρία κατὰ τῶν Συρακουσίων een valse streek tegen de Syracusanen Plut. Dion 30.5.

Russian (Dvoretsky)

σκευωρία:
1 заботливое отношение (σκευωρίαν ποιεῖσθαι περί τινα Arst.);
2 происки, хитрость, коварство, Dem.: σ. τοῦ πλάσματος Plut. хитрый обман.

Greek Monolingual

η, ΝΑ, και σκαιωρία Α σκευωρός
δόλιο τέχνασμα, μηχανορραφία, ραδιουργία (α. «έπεσε θύμα σκευωρίας τών υφισταμένων του» β. «περιγενομένου μου της τούτων σκευωρίας», Δημοσθ.)
αρχ.
1. φροντίδα, επιμέλεια ή φύλαξη τών σκευών
2. πολύ μεγάλη φροντίδα, ιδιαίτερη μέριμνα
3. κριτική λεπτότητα ή τεχνική επεξεργασία
4. (κατά τον Ησύχ.) «ὄρχησις, χορεία, καιρία, παιδιὰ καὶ τὰ ὅμοια».

Greek Monotonic

σκευωρία: ἡ,
I. φροντίδα, επιμέλεια των αποσκευών· απ' όπου, γενικά, μεγάλη φροντίδα, υπερβολική φροντίδα, επαγρύπνηση, σε Αριστ.
II. τέχνασμα, δόλος, μηχανορραφία, απάτη, σε Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

σκευωρία: ἡ, προσοχὴ ἢ φύλαξις τῶν σκευῶν, κτλ., Πολυδ. Ι΄ 15· ἀκολούθως, καθόλου, μεγάλη φροντίς, ὑπερβολικὴ μέριμνα, σκ. ποιεῖσθαι περὶ τοὺς νεοττοὺς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49, 3, κτλ.· ἡ περὶ ταῦτα σκευωρία ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 1. 7, 3· σκ. γίγνεται περί τι Φιλήμ. ἐν «Παρεισιόντι» 2· λεπτότης κριτικὴ ἢ τεχνικὴ ἐπεξεργασία, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 25· σκ. ποιητικὴ ὁ αὐτ. π. Θουκ. 29· τεχνικὴ αὐτόθι 5. II. τέχνασμα, πανουργία, ῥᾳδιουργία, Δημ. 1272. 8, πρβλ. Πλουτ. Λύσανδρ. 25, Διον. 30.

Middle Liddell

σκευωρία, ἡ,
I. attention to baggage: hence, generally, great care, excessive care, Arist.
II. fabrication, knavery, intrigue, Dem. [from σκευωρός

English (Woodhouse)

act of concocting, act of fabricating

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=προσεκτική φύλαξη τῶν ἀποσκευῶν, μεγάλη φροντίδα, πανουργία). Ἀπό τό ἐπίθ. σκευωρόςσκεῦος + ὤρα (=φροντίδα), ἀπό ὅπου καί οἱ λέξεις: σκευωρῶ, σκευώρημα (=ἀπάτη).