τωθάζω: Difference between revisions
οὐδὲν γάρ ἐστι κεκαλυμμένον ὃ οὐκ ἀποκαλυφθήσεται → there is nothing hidden that will not be revealed, there is nothing concealed that will not be revealed, there is nothing covered that shall not be revealed, there is nothing covered that won't be uncovered
m (pape replacement) |
|||
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=περιγελῶ, κοροϊδεύω). Σκοτεινή ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Ἴσως νά σχετίζεται μέ τό [[ἀτάσθαλος]] ([[ἄτη]] + [[θάλλω]]). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[τωθασμός]], [[τωθαστής]], [[τωθαστικός]]. Y | |mantxt=(=[[περιγελῶ]], [[κοροϊδεύω]]). Σκοτεινή ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Ἴσως νά σχετίζεται μέ τό [[ἀτάσθαλος]] ([[ἄτη]] + [[θάλλω]]). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[τωθασμός]], [[τωθαστής]], [[τωθαστικός]]. Y | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ |
Revision as of 12:42, 29 November 2022
English (LSJ)
Ar.V.1368, Theoc.16.9, etc.: fut. A τωθάσομαι Pl.Hp. Ma.290a (τωθάσω Ar.V.1362 is aor. subj.; τωθάσουσι as fut. is v.l. in Gal.6.234): aor. ἐτώθασα Ar. l. c., Arist.Rh.1381a34, Jul. Or.5.159a, (ἐπ-) Hp.Ep.17: also θωτάξω (q.v.):—mock, jeer at, flout, τινα Hdt.2.60, Ar.V.1362, Pl. l. c., Herod.7.103; πολλὰ τ. τινά Theoc. l.c.:—Pass., to be mocked, Pl.R.474a, Lib.Decl.19.33. 2 abs., jeer, Ar.V.1368, Arist. l.c.
French (Bailly abrégé)
f. τωθάσομαι, ao. ἐτώθασα, pf. inus.
se moquer de, railler, plaisanter, acc..
Étymologie: DELG terme expressif, pê pop., sans étym.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τωθάζω bespotten, honen, plagen.
Russian (Dvoretsky)
τωθάζω: дор. τωθάσδω (fut. τωθάσομαι, aor. ἐτώθασα) насмехаться, осмеивать (τινά Her., Arph., Plat. etc.).
Greek Monolingual
ΜΑ, και θωτάζω, Α
εμπαίζω, περιπαίζω, περιγελώ
αρχ.
1. απόλ. χλευάζω
2. (κατὰ τον Ησύχ.) α) «λοιδορῶ»
β) «ἐρεθίζω»
γ) «κακολογῶ»
δ) «θωπεύω»
ε) «κατακαυχῶμαι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. πιθ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων, άγνωστης ετυμολ. Ο τ. θωτάζω προήλθε πιθ. από την παραπάνω λ. με μετάθεση συμφώνων].
Greek Monotonic
τωθάζω: Δωρ. τωθάσδω, μέλ. τωθάσομαι, αόρ. ἐτώθασα, υποτ. τωθάσω·
1. εμπαίζω, περιπαίζω, περιγελώ, σκώπτω, σε Ηρόδ., Αριστοφ. — Παθ., χλευάζομαι, σε Πλάτ.
2. απόλ., εμπαίζω, χλευάζω, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
τωθάζω: Δωρικ. τωθάσδω· μέλλ. τωθάσομαι Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 290Α (τωθάσω Ἀριστοφ. Σφ. 1362 εἶναι ἀόρ. ὑποτακτ.)· ἀόρ. ἐτώθασα, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀριστ. Ρητορ. 2. 4, 13, (ἐπ-) Ἱππ. 1281. 15· ἐτώθαξα Τζέτζ. Ἐμπαίζω, περιπαίζω, περιγελῶ, σκώπτω, μυκτηρίζω, τινὰ Ἡρόδ. 2. 60, Ἀριστοφ. Σφ. 1362, Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.· πολλὰ τ. τινὰ Θεόκρ. 16 9. - Παθ., μυκτηρίζομαι, χλευάζομαι, Πλάτ. Πολ. 474Α. 2) ἀπολ., ἐμπαίζω, χλευάζω, Ἀριστοφ. Σφ. 1368, Ἀριστ. Ρητορ. ἔνθ’ ἀνωτ. - Ὡς παράδειγμα τοῦ τωθάζειν οἱ παλαιοὶ μνημονεύουσι τὸ ἐπίγραμμα τοῦ Ἐμπεδοκλέους ἐν Ἀνθ. Π. παράρτ. 21, ὃ ἴδε. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τωθάζει· χλευάζει, μετὰ κενοδοξίας σκώπτει. ἐρεθίζει. κατακαυχᾶται. λοιδορεῖ. θωπεύει. κακολογεῖ».
Middle Liddell
1. to mock, scoff or jeer at, flout, Hdt., Ar.: —Pass. to be jeered, Plat.
2. absol. to jeer, Ar.
Frisk Etymology German
τωθάζω: {tōtházō}
Forms: Aor. τωθάσαι, Fut. -άσομαι,
Grammar: v.
Meaning: spotten, höhnen, necken (ion. att.); auch θωτάζει· ἐμπαίζει, χλευάζει, ἐπιθωτάζοντες· ἐπιχλευάζοντες H.
Composita: auch m. ἐπι- u.a.,
Derivative: Davon τωθασμός (ἐπι-) m. Hohn, Spott, Neckerei (Arist., Plb., D. H. u.a.), -άσματα pl. ib. (Suid.), -αστής m. Spötter (Poll., H.), -αστικός spöttisch, höhnisch (D. H., D. L., Poll.).
Etymology: Unerklärt. Vergebliche Versuche bei Bq (abgelehnt).
Page 2,951
Mantoulidis Etymological
(=περιγελῶ, κοροϊδεύω). Σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως νά σχετίζεται μέ τό ἀτάσθαλος (ἄτη + θάλλω). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: τωθασμός, τωθαστής, τωθαστικός. Y {{ |=Ὕψιλον }}
German (Pape)
dor. τωθάσδω, fut. τωθάσομαι, Plat. Hipp. mai. 290a, – spotten, höhnen, necken; auch trans., verspotten, verhöhnen, hohnnecken, τινά; Her. 2.60; Ar. Vesp. 1362, 1368; – pass., Plat. Rep. V.474a.