παράληψις: Difference between revisions

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+);<br" to "$1 $2;<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action de prendre en main, de recueillir, gén.;<br /><b>2</b> prise d'une ville;<br /><b>3</b> enseignement, doctrine, leçon.<br />'''Étymologie:''' [[παραλαμβάνω]].
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action de prendre en main, de recueillir, gén.;<br /><b>2</b> [[prise d'une ville]];<br /><b>3</b> enseignement, doctrine, leçon.<br />'''Étymologie:''' [[παραλαμβάνω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 10:22, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράληψις Medium diacritics: παράληψις Low diacritics: παράληψις Capitals: ΠΑΡΑΛΗΨΙΣ
Transliteration A: parálēpsis Transliteration B: paralēpsis Transliteration C: paralipsis Beta Code: para/lhyis

English (LSJ)

later παραλήρ-λημψις, εως, ἡ, A receiving from another, succession to, ἡ π. τῆς ἀρχῆς Plb.2.3.1; τῆς βασιλείας OGI90.45 (Rosetta, ii B. C.), Phld.Piet.94, D.S.15.95; τῆς οὐσίας Ath.5.218c; τῶν πόλεων D.C.36.18; opp. παράδοσις, SIG880.71 (Pizus, iii A. D.): Astrol., taking over, [τῆς χρονοκρατορίας] Vett. Val.168.18 (pl.): generally, receiving, τὴν παρὰ τῶν μελιττῶν τοῦ καρποῦ π. Porph.Abst.2.13. b receipt of dues, customs, etc., ἡ π. τῶν ἐκφορίων PAmh.2.35.15 (ii B. C.); ἐλαίου Sammelb.4425 vii7 (ii A. D.). c appropriation, filching, Plb.2.46.2. 2 μετὰ θείας π. with a calling in of, appeal to the gods, Arist. Rh.Al.1432a33. 3 tradition, doctrine, τεχνική τις π. Arr.Epict.2.11.2; ἑκάστου σχήματος π. Iamb.VP5.22. 4 use, employment, τῶν δεινοτάτων θυμάτων Porph.Abst.2.7; καθαρμῶν Hierocl. in CA26p.478M.; ἀμφορέων Porph.Antr.3: Medic., application, ἀλειμμάτων Alex. Trall.1.15, cf. Archig. ap. Aët. 12.1. Cf. παράλαμψις.

German (Pape)

[Seite 487] ἡ, Übernahme, Annahme; ἀρχῆς, Pol. 2, 3, 1; βασιλείας, D. Sic. 15, 95; das Einnehmen einer Stadt, Pol. 2, 46, 2 u. Sp. – Das Annehmen des Überlieferten, die Lehre, Arr. Epict. 2, 11, 2.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action de prendre en main, de recueillir, gén.;
2 prise d'une ville;
3 enseignement, doctrine, leçon.
Étymologie: παραλαμβάνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παράληψις -εως, ἡ [παραλαμβάνω] overname:. ἡ παράληψις τῆς βασιλείας de overname van het koningschap Plut. Num. 23.3.

Russian (Dvoretsky)

παράληψις: εως ἡ
1 принятие или наследование (τῆς βασιλείας Diod.; τῆς ἀρχῆς Polyb.);
2 захват, взятие (sc. τῆς πόλεως Polyb.);
3 призыв: θεία π. призыв к богам.

Greek Monotonic

παράληψις: ἡ (παραλαμβάνω
1. λήψη από άλλον, διαδοχή, τῆς ἀρχῆς, σε Πολύβ.
2. άλωση, κατάληψη πόλης, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

παράληψις: ἡ, τὸ παραλαμβάνειν ἐξ ἄλλου, διαδοχὴ εἴς τι, ἡ π. τῆς ἀρχῆς Πολύβ. 2. 3, 1· τῆς βασιλείας Διόδ. 15. 95· τῆς οὐσίας Ἀθήν. 218C. 2) ἡ ἅλωσις πόλεως, Πολύβ. 2. 46, 2. 3) μετὰ θείας παραλήψεως, μετ’ ἐπικλήσεως τῶν θεῶν, Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 18, 1. 4) μάθησις, διδασκαλία, Ἰάμβλιχ. π. Ἀποχ. Ἐμψύχ. 2. 7· τεχνική τις π. Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 11, 2.

Middle Liddell

παράληψις, εως, παραλαμβάνω
1. a receiving from another, succession to, τῆς ἀρχῆς Polyb.
2. the taking of a town, Polyb.