σφαιρωτός: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 , $3, $4.<br")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[arrondi]];<br /><b>2</b> garni d'un bouton, boutonné, moucheté.<br />'''Étymologie:''' [[σφαιρόω]].
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[arrondi]];<br /><b>2</b> [[garni d'un bouton]], [[boutonné]], [[moucheté]].<br />'''Étymologie:''' [[σφαιρόω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 10:34, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφαιρωτός Medium diacritics: σφαιρωτός Low diacritics: σφαιρωτός Capitals: ΣΦΑΙΡΩΤΟΣ
Transliteration A: sphairōtós Transliteration B: sphairōtos Transliteration C: sfairotos Beta Code: sfairwto/s

English (LSJ)

ή, όν, A rounded, Opp.C.2.92. II with a ball or button at the end, X.Eq.8.10.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 arrondi;
2 garni d'un bouton, boutonné, moucheté.
Étymologie: σφαιρόω.

Russian (Dvoretsky)

σφαιρωτός: [adj. verb. к σφαιρόω снабженный шаровидным наконечником (ἀκόντια Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

σφαιρωτός: -ή, -όν, ἔχων σχῆμα σφαίρας, σφαιροειδής, στρογγύλος, Ὀππ. Κυν. 2. 92. ΙΙ. ἔχων σφαῖραν ἢ κομβίον κατὰ τὸ ἄκρον, ὡς τὸ ἐσφαιρωμένος, Ξεν. Ἱππ. 8. 10.

Greek Monolingual

-ή, -ό / σφαιρωτός, -ή, -όν, ΝΑ σφωρῶ
αυτός που έχει σχήμα σφαίρας, σφαιροειδής
νεοελλ.
1. αυτός που έχει εφοδιαστεί με σφαίρες
2. φρ. «σφαιρωτό σμήνος»
αστρον. βλ. σμήνος
αρχ.
αυτός που έχει σφαιρίδιο στο άκρο του.

Greek Monotonic

σφαιρωτός: -ή, -όν, αυτός που έχει σφαιρίδιο ή κουμπί στην απόληξή του αντί αιχμής, σε Ξεν.

Middle Liddell

σφαιρωτός, ή, όν [from σφαιρόω
with a button at the end, Xen.

German (Pape)

zugerundet, vorn mit Kugeln, runden Knöpfen besetzt, ἀκόντια Xen. de re Eq. 8.10, s. σφαιρόω.