ἄβουλος: Difference between revisions

From LSJ

παιδείαν δὲ πᾶσαν, μακάριε, φεῦγε τἀκάτιον ἀράμενοςflee all education, raising up the top sail

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $2$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 , $3.<br")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[irréfléchi]], [[imprudent]], [[sot]], [[déraisonnable]];<br /><b>2</b> indifférent à, τινι;<br /><b>3</b> contraire, hostile à.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[βουλή]].<br /><i><b>Ant.</b></i> [[εὔβουλος]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[irréfléchi]], [[imprudent]], [[sot]], [[déraisonnable]];<br /><b>2</b> indifférent à, τινι;<br /><b>3</b> [[contraire]], [[hostile à]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[βουλή]].<br /><i><b>Ant.</b></i> [[εὔβουλος]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 10:42, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄβουλος Medium diacritics: ἄβουλος Low diacritics: άβουλος Capitals: ΑΒΟΥΛΟΣ
Transliteration A: áboulos Transliteration B: aboulos Transliteration C: avoulos Beta Code: a)/boulos

English (LSJ)

ον, inconsiderate, ill-advised, S.Ant.1026, Men.Pk.382, Anacreont.12.4; τέκνοισι Ζῆν' ἄβουλον taking no thought for them, unfeeling, S.Tr. 140, cf. El.546, E.Heracl.152: Comp., Th.1.120.7: Sup., Plu.Dio43. Adv. -ως Hdt.3.71; οὐκ ἀ. Pherecr.143.6; ἀ. καὶ ἀθέως Antipho 1.23: Sup. ἀβουλότατα Hdt.7.9.β, Plb.Fr.92.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [ᾰ]
I 1de pers. poco avisado, mal aconsejado, irreflexivo κεῖνος οὐκέτ' ἔστ' ἀνὴρ ἄβουλος οὐδ' ἄνολβος, ὅστις ἐς κακὸν πεσὼν ἀκῆται μηδ' ἀκίνητος πέλῃ no es hombre poco avisado ni desgraciado aquel que habiendo caído sabe curarse y se deja convencer S.Ant.1026, βοηθεῖν τοῖς ἀβουλοτάτοις ἡμῖν καὶ δυστυχεστάτοις Plu.Dio 43, πολλὰ γὰρ κακῶς γνωσθέντα ἀβουλοτέρων τῶν ἐναντίων τυχόντα κατωρθώθη muchas cosas concebidas desastrosamente resultaron bien al encontrarse con adversarios todavía menos avisados Th.1.120.
2 de cosas insensato, absurdo τοὔργον S.OC 940, στάσις S.OT 634, νόημα Anacreont.13.4
neutr. sup. como adv. ἀβουλότατα πολέμους ἵστασθαι Hdt.7.9β.
II despreocupado, desconsiderado πατήρ S.El.546, πατρίς E.Supp.321, ἀβούλου παντελῶς ἀνδρὸς τρόπον Men.Pc.812, θεός M.Ant.6.44
c. dat. τέκνοισι S.Tr.140.
III adv. -ως irreflexivamente, sin consejo, insensatamente μὴ οὕτω συντάχυνε ἀ. Hdt.3.71, cf. Pherecr.152.6, E.Heracl.152.

German (Pape)

[Seite 4] (βουλή), ohne Überlegung, unbedachtsam, übelberathen, Soph. ἀνήρ Antia. 1613; El. 953; πατήρ (καὶ κακὸς γνώμην) El. 536; πόλις C. C. 944; στάσις γλώσσης O. R. 634; νόημα Anacr. 12, 14. Im Gegensatz von εὔβουλος Thuc. 1, 84; ἀβουλότερα neben κακῶς γνωσθέντα 1, 126. – Act., Ζεὺς τέκνοισιν ἄβουλος Soph. Tr. 132. – Adv. ἀβούλως, unüberlegt, Her. 3, 71; ἀβουλότατα 7, 9, 2; οὐκ ἀβ. ἀλλὰ πόῤῥωθεν κατεσκευασμέναι Pherec. Ath. XI, 486 b. – Aber Antiph. 1, 23 ἀβ. τε καὶ ἀθέως διαχρήσασθαί τινα, böswillig.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 irréfléchi, imprudent, sot, déraisonnable;
2 indifférent à, τινι;
3 contraire, hostile à.
Étymologie: , βουλή.
Ant. εὔβουλος.

Russian (Dvoretsky)

ἄβουλος:
1 необдуманный (νόημα Anacr.); безрассудный, опрометчивый (ἀνήρ, πόλις Soph.);
2 не заботящийся, беззаботный (τινι Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἄβουλος: -ον, (βουλὴ) ἀσυλλόγιστος, κακῶς σκεφθείς, -ἀνήρ, Σοφ. Ἀντ. 1026 κτλ.: τέκνοισι Ζῆν ἄβουλον εἶδεν, μηδόλως περὶ αὐτῶν σκεπτόμενον, ὁ αὐτ. Τρ. 140. -πόλις, Οἰδ. Κ. 944. - στάσις γλώσσης, Οἰδ. Τ. 634. συγκρ. -ότεροι, Θουκ. 1, 120, 7. 2) = κακόβουλος, δύσβουλος, Σοφ. Ἠλ. 546. - ἐπίρρ. ως, Ἡρόδ. 3, 71: οὐκ ἀβ. Φερεκρ. Τυρ. 1, 6: ὑπερθ. -ότατα Ἡρόδ. 7. 9, 2.

Greek Monotonic

ἄβουλος: -ον (βουλή), ασυλλόγιστος, αυτός που έχει κακή κρίση, σε Σοφ. κ.λπ.· τέκνοισι ἄβουλος, αυτός που δεν μεριμνά καθόλου γι' αυτά, στον ίδ.· συγκρ. ἀβουλότερος, σε Θουκ.· επίρρ. ἀβούλως, ασυλλόγιστα, απερίσκεπτα, σε Ηρόδ.· υπερθ. ἀβουλότατα, στον ίδ.

Middle Liddell

βουλή
inconsiderate, ill-advised, Soph., etc.; τέκνοισι ἄβουλος taking no thought for them, Soph.: comp. -ότερος, Thuc.; adv. -ως, inconsiderately, Hdt.; Sup. ἀβουλότατα, Hdt.

English (Woodhouse)

foolish

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=ἀσύνετος, ἀσυλλόγιστος, ἀπερίσκεπτος, στόν Πλάτωνα αὐτός πού δέ θέλει). Ἀπό τό α στερητ. + βουλή, ἀπό ὅπου καί οἱ λέξεις: ἀβουλέω -ῶ (=δέ θέλω, ἐναντιοῦμαι), ἀβούλητος (=ἀκούσιος, ἀσύμφωνος πρός τήν ἐπιθυμία κάποιου, δυσάρεστος), ἀβουλήτως (=ἀκουσίως), ἀβουλία (=ἀπερισκεψία), ἀβούλημα (=αὐτό πού ἔχει γίνει ἀπερίσκεπτα).