μακρόκωλος: Difference between revisions
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />aux membres longs <i>en parl. d'une période oratoire</i>.<br />'''Étymologie:''' [[μακρός]], [[κῶλον]]. | |btext=ος, ον :<br />aux membres longs <i>en parl. d'une période oratoire</i>.<br />'''Étymologie:''' [[μακρός]], [[κῶλον]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>mit [[langen]] Gliedern</i>, bes. von einem Satze, Arist. <i>rhet</i>. 3.9; von einer [[Schleuder]], Strab. 3.5.1. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=μακρό-κωλος, ον [[κῶλον]]<br /><b class="num">1.</b> [[long]]-limbed: ἡ μ. a [[kind]] of [[sling]], Strab.<br /><b class="num">2.</b> of sentences, with [[long]] clauses, Arist. | |mdlsjtxt=μακρό-κωλος, ον [[κῶλον]]<br /><b class="num">1.</b> [[long]]-limbed: ἡ μ. a [[kind]] of [[sling]], Strab.<br /><b class="num">2.</b> of sentences, with [[long]] clauses, Arist. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:38, 30 November 2022
English (LSJ)
ον, A long-limbed, Gp. 19.2.1; applied to a sling, Str.3.5.1. 2 of authors, using sentences with long clauses, Arist.Rh.1409b30.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux membres longs en parl. d'une période oratoire.
Étymologie: μακρός, κῶλον.
German (Pape)
mit langen Gliedern, bes. von einem Satze, Arist. rhet. 3.9; von einer Schleuder, Strab. 3.5.1.
Russian (Dvoretsky)
μακρόκωλος: рит.
1 состоящий из длинных членов (ἡ περίοδος Arst.);
2 ирон. пишущий длинными периодами Arst.
Greek (Liddell-Scott)
μακρόκωλος: -ον, ὁ ἔχων μακρὰ κῶλα, μέλη, Γεωπ. 19. 2, 1· ἡ μακρόκωλος, εἶδος σφενδόνης, Στράβ. 168. 2) ἐπὶ περιόδων ἐχουσῶν μακρὰ κῶλα ἢ προτάσεις, Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 6· ὡσαύτως, οἱ μακρόκωλοι, οἱ τοιάτα κῶλα μεταχειριζόμενοι, αὐτόθι.· ‒ οὕτω, μακροκωλία, ἡ, μακρὰ περίοδος, Ρήτορες (Walz) 6. σ. 305.
Greek Monolingual
μακρόκωλος, -ον (AM)
μσν.
αυτός που έχει μακριά πόδια, μακροσκελής («τῶν κυνῶν ἐγκρίνουσι τοὺς μακροκώλους», Γεωπ.)
αρχ.
1. (για σφενδόνα) αυτή που έχει μακρούς ιμάντες
2. (για φράσεις, προτάσεις κ.λπ.) αυτός που αποτελείται από μεγάλα κώλα, από μεγάλες ημιπεριόδους («μακρόκωλοι περίοδοι καὶ βραχύκωλοι», Αριστοτ.)
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ μακρόκωλοι
αυτοί που μεταχειρίζονται μεγάλα κώλα περιόδου, μεγάλες ημιπεριόδους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + κῶλον «σκέλος» (πρβλ. ισόκωλος, μονόκωλος)].
Greek Monotonic
μακρόκωλος: -ον (κῶλον),·
1. αυτός που έχει μακρά σκέλη· ἡ μακρόκωλος, είδος κρεμασταριού, σε Στράβ.
2. λέγεται για φράσεις, μακροπερίοδος λόγος, σε Αριστ.
Middle Liddell
μακρό-κωλος, ον κῶλον
1. long-limbed: ἡ μ. a kind of sling, Strab.
2. of sentences, with long clauses, Arist.