ἐπιρρεπής: Difference between revisions

From LSJ

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui penche vers, enclin à, porté à : [[πρός]] [[τι]] enclin à qch;<br /><i>Cp.</i> ἐπιρρεπέστερος.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιρρέπω]].
|btext=ής, ές :<br />qui penche vers, enclin à, porté à : [[πρός]] [[τι]] enclin à qch;<br /><i>Cp.</i> ἐπιρρεπέστερος.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιρρέπω]].
}}
{{pape
|ptext=ές, <i>sich [[wohin]] [[neigend]], [[geneigt]]</i>, πρός τι, Ath. XIII.607b; ἐπιρρεπέστερος ὢν πρὸς ἀφροδίσια 576f; σὺ δ' [[ἀκίνδυνος]] καὶ πρὸς οὐδὲν ἐπιρρεπέστερος Luc. <i>hist. scrib</i>. 60; εἰς τὸ φιλάνθρωπον Hdn. 6.9.7; ἐπιρρεπεστέρας τὰς γνώμας πρὸς Ἀλέξανδρον [[εἶχον]] 5.8.2; ἐλπὶς ἐπιρρεπεστέρα, <i>[[günstiger]]</i>e [[Hoffnung]], Pol. 1.55.1.<br><b class="num">• Adv.</b>, ἐπιρρεπῶς ἔχειν πρός τι, zu [[Etwas]] [[geneigt]] sein, Arr. <i>Epict</i>. 3.22.1, wie ἐπιρρεπέστερον, Sext.Emp. <i>adv. gr</i>. 280.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 30: Line 33:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=αὐτός πού [[ἔχει]] κλίση πρός κάτι). Ἀπό τό [[ἐπιρρέπω]] ([[ἐπί]] + [[ρέπω]] = [[κλίνω]]). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[ρέπω]].
|mantxt=(=αὐτός πού [[ἔχει]] κλίση πρός κάτι). Ἀπό τό [[ἐπιρρέπω]] ([[ἐπί]] + [[ρέπω]] = [[κλίνω]]). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[ρέπω]].
}}
{{pape
|ptext=ές, <i>sich [[wohin]] [[neigend]], [[geneigt]]</i>, πρός τι, Ath. XIII.607b; ἐπιρρεπέστερος ὢν πρὸς ἀφροδίσια 576f; σὺ δ' [[ἀκίνδυνος]] καὶ πρὸς οὐδὲν ἐπιρρεπέστερος Luc. <i>hist. scrib</i>. 60; εἰς τὸ φιλάνθρωπον Hdn. 6.9.7; ἐπιρρεπεστέρας τὰς γνώμας πρὸς Ἀλέξανδρον [[εἶχον]] 5.8.2; ἐλπὶς ἐπιρρεπεστέρα, <i>[[günstiger]]</i>e [[Hoffnung]], Pol. 1.55.1.<br><b class="num">• Adv.</b>, ἐπιρρεπῶς ἔχειν πρός τι, zu [[Etwas]] [[geneigt]] sein, Arr. <i>Epict</i>. 3.22.1, wie ἐπιρρεπέστερον, Sext.Emp. <i>adv. gr</i>. 280.
}}
}}

Revision as of 12:57, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιρρεπής Medium diacritics: ἐπιρρεπής Low diacritics: επιρρεπής Capitals: ΕΠΙΡΡΕΠΗΣ
Transliteration A: epirrepḗs Transliteration B: epirrepēs Transliteration C: epirrepis Beta Code: e)pirreph/s

English (LSJ)

ές, A inclining the balance, μνᾶς ἐπιρρεπέστερον βραχύ rather more than a mina in weight, Damocr. ap. Gal.13.919. II. leaning towards, prone to, πρός τι Luc.Hist.Conscr.60, Ath.13.576f (Comp.); ἐς τὸ φιλάνθρωπον Hdn.6.9.8; εἰς κακίαν Hierocl.in CA3p.425M.; ἐπιρρεπεστέρας τὰς γνώμας πρός τινα ἔχειν Hdn.5.8.2: abs., ἐλπίδες ἐπιρρεπέστεραι favourable, Plb.1.55.1. Adv. ἐπιρρεπῶς = with inclination, in a favorable way, ἔχειν πρός τι Arr.Epict.3.22.1; τῆς τύχης ἐ. κινουμένης Chor.Milt.61: Comp. ἐπιρρεπέστερον S.E.M.1.280: Sup. ἐπιρρεπέστατα Men.Prot.p.119 D.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui penche vers, enclin à, porté à : πρός τι enclin à qch;
Cp. ἐπιρρεπέστερος.
Étymologie: ἐπιρρέπω.

German (Pape)

ές, sich wohin neigend, geneigt, πρός τι, Ath. XIII.607b; ἐπιρρεπέστερος ὢν πρὸς ἀφροδίσια 576f; σὺ δ' ἀκίνδυνος καὶ πρὸς οὐδὲν ἐπιρρεπέστερος Luc. hist. scrib. 60; εἰς τὸ φιλάνθρωπον Hdn. 6.9.7; ἐπιρρεπεστέρας τὰς γνώμας πρὸς Ἀλέξανδρον εἶχον 5.8.2; ἐλπὶς ἐπιρρεπεστέρα, günstigere Hoffnung, Pol. 1.55.1.
• Adv., ἐπιρρεπῶς ἔχειν πρός τι, zu Etwas geneigt sein, Arr. Epict. 3.22.1, wie ἐπιρρεπέστερον, Sext.Emp. adv. gr. 280.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιρρεπής:
1 наклонный, склонный (πρός τι Luc.);
2 благоприятный, благоприятствующий (ἐλπίς Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιρρεπής: -ές, ἔχων ῥοπήν, κλίνων πρός τι, Λατ. proclivis, πρός τι Λουκ. Ἱστ. Συγγρ. 60, Ἀθήν. 576F· εἴς τι Ἡρῳδιαν. 6. 9· ἐπιρρεπεστέρας τὰς γνώμας πρός τινα ἔχειν ὁ αὐτ. 5. 8· ἀπολ., ἐλπὶς ἐπιρρεπεστέρα, εὐνοϊκή, Πολύβ. 1. 55, 1. ― Ἐπίρρ., ἐπιρρεπῶς ἔχειν πρός τι Ἀρρ. Ἐπικτ. 3. 22, 1, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 380.

Greek Monolingual

-ές (AM ἐπιρρεπής, -ές) επιρρέπω
αυτός που έχει ροπή, κλίση, διάθεση για κάτιεπιρρεπής στις ηδονές»)
μσν.
(για αφτί) κρεμασμένος, κρεμαστός.
επίρρ...
επιρρεπώς
με κλίση, με διάθεση για κάτι.

Greek Monotonic

ἐπιρρεπής: -ές, αυτός που κλίνει, που ρέπει προς, Λατ. proclivis, σε Λουκ.

Middle Liddell

ἐπιρρεπής, ές
leaning towards, Lat. proclivis, Luc.

Mantoulidis Etymological

(=αὐτός πού ἔχει κλίση πρός κάτι). Ἀπό τό ἐπιρρέπω (ἐπί + ρέπω = κλίνω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ρέπω.