ὑποσκελίζω: Difference between revisions

From LSJ

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=donner un croc-en-jambe ; <i>fig.</i> supplanter, duper.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[σκελίζω]].
|btext=donner un croc-en-jambe ; <i>fig.</i> supplanter, duper.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[σκελίζω]].
}}
{{pape
|ptext=<i>Jem. das Bein [[unterschlagen]] und ihn zu [[Boden]] [[werfen]]</i>; καὶ [[ἀνατρέπω]] Plat. <i>[[Euthyd]]</i>. 278b; ὑποσκελίσαντες καὶ ῥάξαντες εἰς τὸν βόρβορον, Dem. 58.8; ἴδ' ὡς ὁ [[πρέσβυς]] ἐκ μέθης Ἀνακρέων ὑπεσκέλισται Leon.Tar. 38 (<i>Plan</i>. 307); übertragen <i>[[betrügen]], [[überlisten]]</i>, καὶ συκοφαντεῖν Dem. 18.138; Luc. <i>Gymn</i>. 1.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 27: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">1.</b> to [[trip]] up one's heels, [[upset]], Lat. supplantare, Dem., Luc.<br /><b class="num">2.</b> metaph., ὑπ. καὶ ἀνατρέπων Plat., Dem.
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">1.</b> to [[trip]] up one's heels, [[upset]], Lat. supplantare, Dem., Luc.<br /><b class="num">2.</b> metaph., ὑπ. καὶ ἀνατρέπων Plat., Dem.
}}
{{pape
|ptext=<i>Jem. das Bein [[unterschlagen]] und ihn zu [[Boden]] [[werfen]]</i>; καὶ [[ἀνατρέπω]] Plat. <i>[[Euthyd]]</i>. 278b; ὑποσκελίσαντες καὶ ῥάξαντες εἰς τὸν βόρβορον, Dem. 58.8; ἴδ' ὡς ὁ [[πρέσβυς]] ἐκ μέθης Ἀνακρέων ὑπεσκέλισται Leon.Tar. 38 (<i>Plan</i>. 307); übertragen <i>[[betrügen]], [[überlisten]]</i>, καὶ συκοφαντεῖν Dem. 18.138; Luc. <i>Gymn</i>. 1.
}}
}}

Revision as of 13:00, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποσκελίζω Medium diacritics: ὑποσκελίζω Low diacritics: υποσκελίζω Capitals: ΥΠΟΣΚΕΛΙΖΩ
Transliteration A: hyposkelízō Transliteration B: hyposkelizō Transliteration C: yposkelizo Beta Code: u(poskeli/zw

English (LSJ)

A trip up one's heels, upset, D.54.8; ἀλλήλους Luc. Anach.1; [οἶνος] ὑ. τοὺς πεπωκότας Eub.94.12:—Pass., Ph.2.39, Plu.2.6e; ὁ πρέσρυς ἐκ μέθας ὑπεσκέλισται APl.4.307 (Leon.). 2 metaph., ὑ. καὶ ἀνατρέπων Pl.Euthd.278b; ὑ. καὶ συκοφαντεῖν D.18.138, cf. Phld.Vit.p.24 J.:—Pass., LXX Ps.36(37).31, Ph.2.58,al.

French (Bailly abrégé)

donner un croc-en-jambe ; fig. supplanter, duper.
Étymologie: ὑπό, σκελίζω.

German (Pape)

Jem. das Bein unterschlagen und ihn zu Boden werfen; καὶ ἀνατρέπω Plat. Euthyd. 278b; ὑποσκελίσαντες καὶ ῥάξαντες εἰς τὸν βόρβορον, Dem. 58.8; ἴδ' ὡς ὁ πρέσβυς ἐκ μέθης Ἀνακρέων ὑπεσκέλισται Leon.Tar. 38 (Plan. 307); übertragen betrügen, überlisten, καὶ συκοφαντεῖν Dem. 18.138; Luc. Gymn. 1.

Russian (Dvoretsky)

ὑποσκελίζω:
1 подставлять ногу, давать подножку (ὑ. καὶ ἀνατρέπειν Plat.): ὑ. ἀλλήλους Luc. давать друг другу подножку;
2 pass. сбиваться с ног, падать (οὐ δυνάμενοι βαδίζειν ὑποσκελίζονται Plut.);
3 обманывать, перехитрить (ὑ. καὶ συκοφαντεῖν Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποσκελίζω: ἀνατρέπω τινὰ ὑποβάλλων τὸ σκέλος μου, «πεδικλώνω», καταρρίπτω, Λατιν. supplantare, Δημ. 1258. 10· ὑπ. ἀλλήλους Λουκιαν. Ἀνάχ. 1· πολὺς γὰρ (οἶνος δηλ.) εἰς ἓν μικρὸν ἀγγεῖον χυθεὶς ὑποσκελίζει ῥᾷστα τοὺς πεπωκότας Εὔβουλος ἐν «Σεμέλῃ» 1. 12. - Παθ., Πλούτ. 2. 6Ε· ὁ πρέσβυς ἐκ μέθης ὑπεσκέλισται Ἀνθ. Πλαν. 307. 2) μεταφορ., ὑπ. καὶ ἀνατρέπων Πλάτ. Εὐθύδ. 278Β· ὑπ. καὶ συκοφαντεῖν Δημ. 273. 21.

Greek Monolingual

ὑποσκελίζω, ΝΜΑ
ρίχνω κάτω με τρικλοποδιά, πεδικλώνω
νεοελλ.
μτφ. παραγκωνίζω, παραμερίζω κάποιον με πλάγια μέσα («κατόρθωσε να αναρριχηθεί στη θέση του προέδρου υποσκελίζοντας όλους τους ανωτέρους του»)
αρχ.
1. (για κρασί) καταβάλλω, εξασθενίζω («πολὺς γὰρ (οἶνος) εἰς ἓv μικρὸν ἀγγεῖον χυθεὶς ὑποσκελίζει ῥᾱστα τοὺς πεπωκότας», Εύβουλ.)
2. ξεριζώνω
3. μτφ. υπονομεύω («τὸν λέγοντά τι τῶν ὑμῖν συμφερόντων ὑποσκελίζειν», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + σκελίζω «ρίχνω κάτω»].

Greek Monotonic

ὑποσκελίζω:1. ανατρέπω κάποιον βάζοντάς του τρικλοποδιά, αναποδογυρίζω, ρίχνω κάτω, Λατ. supplantare, σε Δημ., Λουκ.
2. μεταφ., ὑποσκελίζων καὶ ἀνατρέπων, σε Πλάτ., Δημ.

Middle Liddell


1. to trip up one's heels, upset, Lat. supplantare, Dem., Luc.
2. metaph., ὑπ. καὶ ἀνατρέπων Plat., Dem.