ἀκατάσχετος: Difference between revisions
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{bailly\n\|btext.*}}\n)({{.*}}\n)({{ntsuppl.*}})" to "$1$3 $2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qu’on ne peut contenir.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[κατέχω]]. | |btext=ος, ον :<br />qu’on ne peut contenir.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[κατέχω]]. | ||
}} | |||
{{ntsuppl | |||
|ntstxt=incontrôlable | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 45: | Line 48: | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=[[ἀσυγκράτητος]]). Ἀπό τό α στερητ. + [[κατέχω]]. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ἔχω]]. | |mantxt=(=[[ἀσυγκράτητος]]). Ἀπό τό α στερητ. + [[κατέχω]]. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ἔχω]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:35, 30 November 2022
English (LSJ)
ον, (κατέχω) not to be checked, ὁρμή Hipparch. ap. Stob.4.44.81, cf. Onos.1.3; δάκρυα D.S.17.38; of persons, uncontrollable, Phld.Piet.86, Apollon.Mir.40, Plu.Mar.44. Adv. -τως D.S.17.34, Plu.Cam.37.
Spanish (DGE)
-ον
I 1incontenible, incontrolable ὁρμή Hipparch. en Stob.4.44.81, δάκρυα D.S.17.38, λογισμοί Pall.V.Chrys.6.11
•de pers. Plu.Mar.44, θυμός Mart.Pol.12.2
•sin límites, irreprimible ἡ τοῦ ἁγίου πνεύματος ἔκχυσις ... ἀ. καὶ ἄφθονος Didym.M.39.533A, τὸν ἔρωτα πρὸς τὸν θεὸν ἀκατάσχετον Mac.Aeg.Hom.15.37.
2 c. gen. que no puede contener θυμὸς ἀ. ὀργῆς LXX Ib.31.11.
II adv. -ως de manera incontenible ἀ. ὁρμᾶν Ael.NA 14.18, Pall.V.Chrys.9.26, cf. D.S.17.34, Plu.Cam.37.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu’on ne peut contenir.
Étymologie: ἀ, κατέχω.
French (New Testament)
incontrôlable
German (Pape)
nicht zu halten, nicht zu bändigen, Plut. Mar. 44; δάκρυα DS. 17.38.
• Adv. unaufhaltsam, φέρεσθαι Plut. Cam. 37.
Russian (Dvoretsky)
ἀκατάσχετος: неудержимый, безудержный (ἁρπάζοντες καὶ μιαιφονοῦντες Plut.; δάκρυα Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκατάσχετος: -ον, (κατέχω) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀναχαιτίσῃ, Ψευδο-Φωκυλ. 90, Διόδ. 17. 38, κτλ. - Ἐπίρρ. -τως, Πλουτ. Κάμ. 37.
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and a derivative of κατέχω; unrestrainable: unruly.
English (Thayer)
(κατέχω, to restrain, control), that cannot be restrained: R G. (Diodorus 17,38 ἀκατάσχετος δάκρυα, others.)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκατάσχετος, -ον)
αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να συγκρατηθεί, να αναχαιτιστεί, να σταματήσει
«ακατάσχετη ορμή, φλυαρία, αιμορραγία»
νεοελλ.
1. αυτός που δεν κατασχέθηκε αναγκαστικά (για την ικανοποίηση του δανειστή) ή που δεν υπόκειται σε κατάσχεση
2. το ουδέτ. και ως ουσιαστικό, το ακατάσχετον
«το ακατάσχετον του μισθού».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + κατέχω.
ΠΑΡ. ἀκατασχεσία.
Greek Monotonic
ἀκατάσχετος: -ον (κατέχω), αυτός που δεν μπορεί να παρεμποδισθεί, να αναχαιτισθεί, επίρρ. -ως, σε Πλούτ.
Middle Liddell
κατέχω
not to be checked:— adv. -τως, Plut.
Chinese
原文音譯:¢kat£scetoj 阿-卡他-士赫拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:不-向下-有
字義溯源:不受約束的,難控制的,難制伏的,不守法的;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(κατέχω)=壓住)組成;而 (κατέχω)又由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(ἔχω)*=持)組成
出現次數:總共(1);雅(1)
譯字彙編:
1) 是難制伏的(1) 雅3:8
Mantoulidis Etymological
(=ἀσυγκράτητος). Ἀπό τό α στερητ. + κατέχω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ἔχω.