ἀνακῶς: Difference between revisions

From LSJ

δειλὴ δ' ἐν πυθμένι φειδώthrift in the lees is worthless

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "τὰς" to "τὰς")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anakos
|Transliteration C=anakos
|Beta Code=a)nakw=s
|Beta Code=a)nakw=s
|Definition=Adv. [[carefully]], <b class="b3">ἀνακῶς ἔχειν τινός</b> [[look]] [[well]] to a thing, give [[good]] [[heed]] to it, <span class="bibl">Hdt.1.24</span>, <span class="bibl">8.109</span>, <span class="bibl">Th.8.102</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Thes.</span>33</span>; ἀνακῶς [[θεραπεύειν]] <span class="bibl">Hp.<span class="title">Carn.</span>19</span>; [[τὰς]] ([[τῆς]] Pierson) θύρας ἀνακῶς ἔχων <span class="bibl">Pl.Com.202</span>.— Dor. acc. to Erot. s. v., but found in Ion. and Early Att. (Connected with [[ἄναξ]] by Plu. l. c., cf. <span class="title">AB</span>391, Phot.p.113R.)  
|Definition=Adv. [[carefully]], <b class="b3">ἀνακῶς ἔχειν τινός</b> [[look]] [[well]] to a thing, give [[good]] [[heed]] to it, <span class="bibl">Hdt.1.24</span>, <span class="bibl">8.109</span>, <span class="bibl">Th.8.102</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Thes.</span>33</span>; ἀνακῶς [[θεραπεύειν]] <span class="bibl">Hp.<span class="title">Carn.</span>19</span>; τὰς ([[τῆς]] Pierson) θύρας ἀνακῶς ἔχων <span class="bibl">Pl.Com.202</span>.— Dor. acc. to Erot. s. v., but found in Ion. and Early Att. (Connected with [[ἄναξ]] by Plu. l. c., cf. <span class="title">AB</span>391, Phot.p.113R.)  
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 12:50, 6 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνᾰκῶς Medium diacritics: ἀνακῶς Low diacritics: ανακώς Capitals: ΑΝΑΚΩΣ
Transliteration A: anakō̂s Transliteration B: anakōs Transliteration C: anakos Beta Code: a)nakw=s

English (LSJ)

Adv. carefully, ἀνακῶς ἔχειν τινός look well to a thing, give good heed to it, Hdt.1.24, 8.109, Th.8.102, Plu.Thes.33; ἀνακῶς θεραπεύειν Hp.Carn.19; τὰς (τῆς Pierson) θύρας ἀνακῶς ἔχων Pl.Com.202.— Dor. acc. to Erot. s. v., but found in Ion. and Early Att. (Connected with ἄναξ by Plu. l. c., cf. AB391, Phot.p.113R.)

Spanish (DGE)

(ἀνᾰκῶς)
• Prosodia: [ᾰ-]
adv. cuidadosamente ἢν δέ τις ἀνακῶς θεραπεύῃ Hp.Carn.19, ἀ. ἔχειν atender cuidadosamente Plu.Thes.33, ἀνακῶς δὲ ἔχειν τῶν πορθμέων tener cuidado con los marinos Hdt.1.24, cf. 8.109, ὅπως αὐτῶν ἀνακῶς ἕξουσιν Th.8.102, τῆς θύρας ἀ. ἔχειν Pl.Com.177A, cf. Moer.43.
• Etimología: Es prob. que se relacione con ἄναξ, en cuyo caso el sent. antiguo de esta palabra sería ‘velando por’. El que el adv. esté formado sobre un tema ἀνακ- en lugar de ἀνακτ- no plantea dificultad esp. teniendo en cuenta ἀνακός, ἄνακες.

German (Pape)

[Seite 194] (nach Döderlein für ἀνεχῶς, einfacher von ἄναξ, ἀνακός, eigtl. Besorger, Verwalter), ἀνακῶς ἔχειν τινός, Acht haben, Sorge tragen für etwas, Her. 1, 24. 8, 109; Thuc. 8, 102; Plat. com. bei Moer.; Plut. Thes. 33.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec soin : ἀνακῶς ἔχειν τινός avoir soin de qch.
Étymologie: ἀνάσσω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνᾰκῶς: (ᾰν) внимательно, тщательно, заботливо: ἀ. ἔχειν τινός Her., Thuc., Plut. внимательно относиться к кому(чему)-л., тщательно следить за кем(чем)-л.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακῶς: ἐπίρρ., ἐπιμελῶς: - ἀνακῶς ἔχειν τινός, φροντίζειν, μεριμνᾶν περί τινος, καταβάλλειν δι’ αὐτὸ πολλὴν ἐπιμέλειαν, Ἡροδ. 1. 24, 8. 109, Θουκ. 8. 102, Πλουτ. Θησ. 33· ἐν Πλάτ. Κωμ. Ἄδηλ. 22, ἀντὶ τοῦ τὰς θύρας ἀν. ἔχων, πρέπει νὰ διορθωθῇ τῆς ἢ τὰς θύρας. - Ὁ Ἐρωτιανὸς ἀναφέρων τὴν λέξιν λέγει ὅτι εἶναι Δωρική, ἀλλ’ ὡς καταφαίνεται ἐκ τῶν ἀνωτέρω παραδειγμάτων εὕρηται παρά τε τοῖς Ἀττικοῖς καὶ ἄλλοις: «ἀνακῶς, ἐπιμελῶς καὶ περιπεφυλαγμένως· ἔστι δὲ ἡ λέξις Δωρική» Ἐρωτ. (Ἐκ τοῦ ἀνακὸς = ἄναξ, διοικητής, ἐπιμελητής, πρβλ. Ἄνακες).

Greek Monolingual

ἀνακῶς επίρρ. (Α)
1. επιμελώς, με φροντίδα
2. φρ. «ἀνακῶς ἔχω τινός», φροντίζω για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ἀνακῶς απαντά πάντα σε φράσεις του τ. ἀνακῶς ἔχειν τινός. Ο τ. δημιουργήθηκε είτε από θ. ἀνακ-(ἄναξ «αυτός που επαγρυπνά για κάτι»), άποψη που δἐχονται και οι αρχαίοι γραμματικοί, είτε από τ. ἀνακόως (< ἀνακόος < ἀνακοέω < κοέω). (Πρβλ. και ἀμνοκῶν < ἀμνοκόων)].

Greek Monotonic

ἀνᾰκῶς: επίρρ. (ἄναξ, διοικητής, επιμελητής), προσεκτικά, επιμελώς, ἀνακῶς ἔχειν τινός, μεριμνώ για κάτι, καταβάλλω μεγάλη επιμέλεια σ' αυτό, σε Ηρόδ., Θουκ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adv.
Meaning: look well to a thing, give good heed to it . ἔχειν τινός (Hdt.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: From *ἀνακόως, from *ἀνακόος, verbal adjective to *ἀνακοέω look after, s. κοέω. Cf. ἀμνοκῶν lit. "sheepwatcher" (Ar.), < *ἀμνοκόων; Debrunner GGA 1910, 6 . - Improbable Fraenkel, Gnomon 23, 373: from ἄναξ as protector, helper.

Middle Liddell

ἄναξ a manager.]
carefully, ἀνακῶς ἔχειν τινός to look well to a thing, give good heed to it, Hdt., Thuc.

Frisk Etymology German

ἀνακῶς: ἔχειν τινός
{anakō̃s}
Meaning: Acht haben auf etwas (Hdt., Hp., Pl. Kom., Thuk. usw.).
Etymology: Aus *ἀνακόως, von *ἀνακόος, Verbaladjektiv zu einem iterativen Verb *ἀνακοέω ‘auf etwas achten’, s. κοέω. Zur Kontraktion vgl. ἀμνοκῶν eig. "Schafwächter", Schafskopf (Ar.), aus *ἀμνοκόων. Debrunner GGA 1910, 6 (mit Baunack und Meister). — Anders Schulze Q. 505, Kl. Schr. 674 und Fraenkel Nom. ag. 1, 96, Gnomon 23, 373: zu ἄναξ in dem hypothetischen Sinn von Schützer, Helfer.
Page 1,101