ἀποτροπή: Difference between revisions
ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ῆς (ἡ) :<br />action de détourner, d'écarter (un malheur, un danger, <i>etc.</i>) ; <i>en gén.</i> action d'écarter, d'empêcher, de prévenir.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποτρέπω]]. | |btext=ῆς (ἡ) :<br />action de détourner, d'écarter (un malheur, un danger, <i>etc.</i>) ; <i>en gén.</i> [[action d'écarter]], [[d'empêcher]], [[de prévenir]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀποτρέπω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 14:41, 6 December 2022
English (LSJ)
ἡ, A turningaway, averting, A.Pers.217; ἄλλοσ' ἀποτροπὰ κακῶν γένοιτο, i.e. ἄλλοσε ἀποτρέποιτο κακά, E.Hel.360; λυπῶν ἀπαλλαγάς τε καὶ ἀποτροπάς Pl.Prt.354b; τεράτων ἀ., Lat. procuratio, Plu.Fab.18. 2 diverting, of water, Pl.Lg.845d. 3 prevention, Th.3.45; ἀποτροπῆς ἕνεκα κολάζειν Pl.Prt.324b, cf.R.382c. 4 dissuasion, Id.Thg. 128d; opp. προτροπή, Arist.Rh. 1358b9, Chrysipp.Stoic.3.3. II (from Med.) desertion of one's party, 'ratting', Th.3.82.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
• Alolema(s): dór. lír. -ά E.Hel.360
I 1alejamiento, prevención, conjuro esp. c. gen., de cosas negativas fuera del control humano αἰτοῦ τῶνδ' ἀποτροπὴν τελεῖν A.Pers.217, ἄλλοσ' ἀποτροπὰ κακῶν γένοιτο E.l.c., τῶν φαύλων Luc.IConf.5, λυπῶν Pl.Prt.354b, τῶν μελλόντων κινδύνων Isoc.7.16, cf. 20.12, τεράτων Plu.Fab.18, δαιμόνων ... φαύλων Plu.2.417c, cf. 284c.
2 disuasión por medio de castigos y miedo ἀποτροπήν τινα ἔχειν ἢ νόμων ἰσχύι ἢ ἄλλῳ τῳ δεινῷ Th.3.45, τούτῳ δεῖ τινος ἀποτροπῆς ἐσχάτης Pl.Lg.881a, ἀποτροπῆς γοῦν ἕνεκα ... κολάζει Pl.Prt.324b, cf. Lg.853c, Aen.Tact.10.3
•por medio de una mentira ἀποτροπῆς ἕνεκα ... χρήσιμον γίγνεται Pl.R.382c
•basada en argumentos, Pl.Thg.128d
•op. προτροπή Chrysipp.Stoic.3.3, Arist.Rh.1358b9, 1360b10, Anaximen.Rh.1421b22, D.L.3.93
•c. gen. προτροπὴν ἀρετῆς καὶ κακίας ἀποτροπήν I.BI 2.156, τοῦ πράγματος D.H.11.52, τῆς αὐτοχειρίας I.BI 3.383
•ἐπ' ἀποτροπῇ τοῦ μέλλοντος χρόνου como medio de disuasión para el futuro I.AI 19.268.
II deserción, abandono, acción de zafarse ἀποτροπῆς πρόφασις (el tomar precauciones contra el enemigo era considerado) un pretexto para zafarse Th.3.82.
III desvío, desviación del curso del agua (ὕδωρ) φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ κλοπαῖς Pl.Lg.845d
•fig. εἰς ἀποτροπὴν τῶν διδαγμένων ὑφ' ἡμῶν Iust.Phil.Apol.46.1.
German (Pape)
[Seite 332] ἡ, 1) die Abwendung, Aesch. Pers. 213; καὶ ἀπαλλαγαί Plat. Prot. 354 b; καὶ κλοπαί Legg. VIII, 845 d; ἀποτροπῆς ἕνεκα κολάζειν, zum abschreckenden Beispiel, Prot. 324 b; Heilmittel, νόσου Philo. – 2) Abrathen, Thuc. 3, 45; Gegensatz προτροπή Arist. rhet. 1, 3; Plat. Theag. 128 d, u. öfter bei Rednern. – 3) das Ausweichen, die Scheu, Thuc. 3, 82.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
action de détourner, d'écarter (un malheur, un danger, etc.) ; en gén. action d'écarter, d'empêcher, de prévenir.
Étymologie: ἀποτρέπω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποτροπή: ἡ
1 отведение, устранение (κακῶν Aesch., Eur.; λυπῶν Plat.);
2 отведение (чужой) воды (ἀποτροπαὶ καὶ κλοπαί Plat.);
3 отвращение гнева богов, умилостивление (ἐκθύσεις καὶ ἀποτροπαί Plut.);
4 предотвращение: ἀποτροπῆς ἕνεκα Plat. для предотвращения, чтобы не повадно было; ἀποτροπὴν ἔχειν τῷ δεινῷ Thuc. удерживать (от чего-л.) устрашением;
5 отговаривание, разубеждение (περί τινος Arst.);
6 уклонение (от чего-л.), отказ: ἀποτροπῆς πρόφασις εὔλογος Thuc. благовидный предлог для отказа.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτροπή: ἡ, τὸ ἀποτρέπειν, ἡ ἀπομάκρυνσις, ἀπόκρουσις, ἀποσόβησις, κακῶν Αἰσχύλ. Πέρσ. 217. ἄλλοσ᾿ ἀποτροπὰ κακῶν γένοιτο, ὅ ἐ. ἄλλοσε ἀποτρέποιτο κακὰ Εὐρ. Ἑλ. 360· λυπῶν ἀπαλλαγάς τε καὶ ἀποτροπὰς Πλάτ. Πρωτ. 354Β· τεράτων ἀπ., τὸ Λατ. procuratio, Πλουτ. Φάβ. 18. 2) τὸ τρέπειν πρὸς ἄλλην διεύθυνσιν τὴν ῥοὴν τοῦ ὕδατος, Πλάτ. Νόμ. 845D. 3) τρόπος πρὸς ἀποτροπήν, πρὸς παρακώλυσιν, Θουκ. 3. 45· ἀποτροπῆς ἕνεκα κολάζειν Πλάτ. Πρωτ. 324Β, πρβλ. Πολ. 382C. 4) μετάπεισις, Πλάτ. Θεαγ. 128D· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ προτροπὴ Ἀριστ. Ρητ. 1. 3, 3. ΙΙ. (ἐκ τοῦ μέσ.) ἀπομάκρυνσις ἀπὸ τινος ἔργου, ἐγκατάλειψις αὐτοῦ, Θουκ. 3. 82.
Greek Monolingual
η (AM ἀποτροπή) αποτρέπω. 1. απομάκρυνση κάποιου κακού, παρεμπόδιση, αποσόβηση
2. συγκράτηση, μετάπειση
3. στρατιωτική στρατηγική σύμφωνα με την οποία μια μεγάλη δύναμη χρησιμοποιεί αποτελεσματικά την απειλή μιας άμεσης και συντριπτικής αντεπίθεσης προκειμένου να αποκλείσει από τις εναλλακτικές δυνατότητες του αντιπάλου την πυρηνική αντεπίθεση
Greek Monotonic
ἀποτροπή: ἡ (ἀποτρέπω)·
I. 1. απομάκρυνση, απόκρουση, αποτροπή, κακῶν, σε Αισχύλ., Ευρ.
2. παρακώλυση, παρεμπόδιση, σε Θουκ.
II. (από τον Μέσ. τύπο), απομάκρυνση από κάποιο έργο, εγκατάλειψή του, στον ίδ.
Middle Liddell
ἀποτρέπω
I. a turning away, averting, κακῶν Aesch., Eur.
2. a hindering, prevention, Thuc.
II. (from Mid.) desertion of one's party, Thuc.