ὑπερθέω: Difference between revisions
Γαμεῖν ὁ μέλλων εἰς μετάνοιαν ἔρχεται → Ad paenitendum properat, qui uxorem accipit → Der Heiratswillige kommt zur Sinnesänderung
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), acc\." to "$1 $2, acc.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>1</b> courir par-dessus <i>ou</i> au delà, franchir en courant, acc.;<br /><b>2</b> l'emporter sur, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[θέω]]. | |btext=<b>1</b> courir par-dessus <i>ou</i> au delà, franchir en courant, acc.;<br /><b>2</b> [[l'emporter sur]], acc..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[θέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 17:35, 7 December 2022
English (LSJ)
A run beyond, ὑ. ἄκραν double the headland, prov. of escaping from danger, A.Eu.562 (lyr.), cf. E.Fr.230 (anap.). 2 outstrip, surpass, outdo, [τινὰ] τύχη Id.Andr.195; δύναμιν Pl.Lg. 648e; transcend, τὸ καλόν Plot.6.9.11.
German (Pape)
[Seite 1196] (s., θέω), überlaufen, darüber hinauslaufen, ἄκραν Aesch. Eum. 532; – übertr., übertreffen, τύχῃ ὑπερθεῖ Eur. Andr. 194; τὴν δύναμιν ὑπερθέων καὶ κρατῶν Plat. Legg. I, 648 d.
French (Bailly abrégé)
1 courir par-dessus ou au delà, franchir en courant, acc.;
2 l'emporter sur, acc..
Étymologie: ὑπέρ, θέω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερθέω:
1 пробегать мимо, проскакивать, тж. (благополучно) миновать (ἄκραν Aesch., Eur.; Ἑλλάδος ὅρους Luc.);
2 преодолевать, побеждать (τι Plat.): ὑ. τινα τύχῃ Eur. быть счастливее кого-л.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερθέω: μέλλ. -θεύσομαι πρβλ. ὑπερτρέχω. Τρέχω πέραν τινός, ὑπ. ἄκραν, ὑπερκάμπτω τὸ ἀκρωτήριον, παροιμία ἐπὶ διαφυγῆς κινδύνου, Αἰσχύλ. Εὐμεν. 562, πρβλ. Εὐρ. Ἀποσπ. 232. 2) ὑπερτερῶ, ὑπερβαίνω, ὑπερβάλλω, τινὰ τύχῃ ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 195· τὴν δύναμιν Πλάτ. Πολ. 648D.
Greek Monolingual
Α
1. τρέχω πολύ ή τρέχω περισσότερο από κάποιον
2. τρέχω πέρα από ένα σημείο
3. (για πλοίο αναφορικά με παραλία, νησί ή ακρωτήριο) παρακάμπτω
4. μτφ. υπερτερώ, υπερέχω
5. παροιμ. φρ. «ὑπερθέω ἄκραν» — περνώ τον κάβο, δηλαδή αποφεύγω τον κίνδυνο, γλυτώνω (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + θέω «τρέχω»].
Greek Monotonic
ὑπερθέω: μέλ. -θεύσομαι,
1. τρέχω πέρα από, ὑπερθέω ἄκραν, παρακάμπτω το ακρωτήρι, τον κάβο, παροιμ., διαφεύγω κίνδυνο, σε Αισχύλ.
2. ξεπερνώ, υπερτερώ, υπερέχω, με αιτ., σε Ευρ.
Middle Liddell
fut. θεύσομαι
1. to run beyond, ὑπ. ἄκραν to double the headland, proverb. of escaping from danger, Aesch.
2. to outstrip, outdo, c. acc., Eur.