δείκηλον: Difference between revisions

From LSJ

ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ου, τό<br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. δίκ- <i>IUrb.Rom</i>.1638 (imper.), Hsch.<br /><b class="num">1</b> [[representación]], [[escenificación]] τὰ δείκηλα τῶν παθέων [[αὐτοῦ]] ... ποιεῦσι, τὰ καλέουσι μυστήρια Αἰγύπτιοι Hdt.2.171.<br /><b class="num">2</b> [[alucinación]] (Μήδεια) ἐκ δ' ἀίδηλα δείκηλα προΐαλλεν A.R.4.1672<br /><b class="num">•</b>[[representación conceptual]] ἀνθρωπόμορφον τοῦ Διὸς τὸ δ. πεποιήκασιν Porph. en Eus.<i>PE</i> 3.9.5.<br /><b class="num">3</b> [[imagen]] χαλκείῃ δ. ἐν ἀσπίδι φαίνετ' ἰδέσθαι A.R.1.746<br /><b class="num">•</b>esp. [[estatua]] ἐν τῇ πόλει [[δείκηλον]] τίθεσθαι I.<i>BI</i> 2.170, ὡς οὐδὲ θεοῦ τι δ., οὐχ' ὅπως ἀνδρός I.<i>BI</i> 2.195, [[Ἄρηος]] Orác. en <i>SEG</i> 41.1411.3 (Siedra II d.C.), cf. Orác. en <i>IAMM</i> p.96 (Iconion II d.C.), δείκηλα ... ἀργύρῳ ἀσκηθέντα Orác. en <i>ZPE</i> 7.1971.198 (Dídima III d.C.), δείκηλα μὴ σέβουσι λαμπαδουχίαις Lyc.1179, de anim. <i>IUrb.Rom</i>.l.c., cf. Hsch., Zonar.127.30C., cf. [[δείκελον]].<br /><b class="num">• Etimología:</b> Deriv. de *<i>deik</i>- ‘[[mostrar]]’, cf. [[δείκνυμι]].
|dgtxt=-ου, τό<br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. δίκ- <i>IUrb.Rom</i>.1638 (imper.), Hsch.<br /><b class="num">1</b> [[representación]], [[escenificación]] τὰ δείκηλα τῶν παθέων αὐτοῦ ... ποιεῦσι, τὰ καλέουσι μυστήρια Αἰγύπτιοι Hdt.2.171.<br /><b class="num">2</b> [[alucinación]] (Μήδεια) ἐκ δ' ἀίδηλα δείκηλα προΐαλλεν A.R.4.1672<br /><b class="num">•</b>[[representación conceptual]] ἀνθρωπόμορφον τοῦ Διὸς τὸ δ. πεποιήκασιν Porph. en Eus.<i>PE</i> 3.9.5.<br /><b class="num">3</b> [[imagen]] χαλκείῃ δ. ἐν ἀσπίδι φαίνετ' ἰδέσθαι A.R.1.746<br /><b class="num">•</b>esp. [[estatua]] ἐν τῇ πόλει [[δείκηλον]] τίθεσθαι I.<i>BI</i> 2.170, ὡς οὐδὲ θεοῦ τι δ., οὐχ' ὅπως ἀνδρός I.<i>BI</i> 2.195, [[Ἄρηος]] Orác. en <i>SEG</i> 41.1411.3 (Siedra II d.C.), cf. Orác. en <i>IAMM</i> p.96 (Iconion II d.C.), δείκηλα ... ἀργύρῳ ἀσκηθέντα Orác. en <i>ZPE</i> 7.1971.198 (Dídima III d.C.), δείκηλα μὴ σέβουσι λαμπαδουχίαις Lyc.1179, de anim. <i>IUrb.Rom</i>.l.c., cf. Hsch., Zonar.127.30C., cf. [[δείκελον]].<br /><b class="num">• Etimología:</b> Deriv. de *<i>deik</i>- ‘[[mostrar]]’, cf. [[δείκνυμι]].
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 19:30, 11 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δείκηλον Medium diacritics: δείκηλον Low diacritics: δείκηλον Capitals: ΔΕΙΚΗΛΟΝ
Transliteration A: deíkēlon Transliteration B: deikēlon Transliteration C: deikilon Beta Code: dei/khlon

English (LSJ)

τό, A representation, exhibition, παθέων Hdt.2.171. II reflection, image, A.R.1.746; phantom, Id.4.1672 (pl.). 2 sculptured figure, IG14.1301, Lyc.1179(pl.), J.BJ2.10.4, Porph. ap. Eus. PE3.9.

Spanish (DGE)

-ου, τό
• Grafía: graf. δίκ- IUrb.Rom.1638 (imper.), Hsch.
1 representación, escenificación τὰ δείκηλα τῶν παθέων αὐτοῦ ... ποιεῦσι, τὰ καλέουσι μυστήρια Αἰγύπτιοι Hdt.2.171.
2 alucinación (Μήδεια) ἐκ δ' ἀίδηλα δείκηλα προΐαλλεν A.R.4.1672
representación conceptual ἀνθρωπόμορφον τοῦ Διὸς τὸ δ. πεποιήκασιν Porph. en Eus.PE 3.9.5.
3 imagen χαλκείῃ δ. ἐν ἀσπίδι φαίνετ' ἰδέσθαι A.R.1.746
esp. estatua ἐν τῇ πόλει δείκηλον τίθεσθαι I.BI 2.170, ὡς οὐδὲ θεοῦ τι δ., οὐχ' ὅπως ἀνδρός I.BI 2.195, Ἄρηος Orác. en SEG 41.1411.3 (Siedra II d.C.), cf. Orác. en IAMM p.96 (Iconion II d.C.), δείκηλα ... ἀργύρῳ ἀσκηθέντα Orác. en ZPE 7.1971.198 (Dídima III d.C.), δείκηλα μὴ σέβουσι λαμπαδουχίαις Lyc.1179, de anim. IUrb.Rom.l.c., cf. Hsch., Zonar.127.30C., cf. δείκελον.
• Etimología: Deriv. de *deik- ‘mostrar’, cf. δείκνυμι.

German (Pape)

[Seite 536] τό, die Darstellung. Her. 2, 171 τῶν παθέων; das Bild, Bildsäule, Ap. Rh. 4, 1672 u. Sp.; VLL. μιμήματα, εἰκάσματα.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
représentation, spectacle, particul. spectacle mimé.
Étymologie: δείκνυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δείκηλον -ου, τό [δείκνυμι] voorstelling:. τὰ δείκηλα τῶν παθέων αὐτοῦ νυκτὸς ποιεῦσι’s nachts houden zij voorstellingen van zijn (Osiris) lotgevallen Hdt. 2.171.1.

Russian (Dvoretsky)

δείκηλον: τό мимическое представление, пантомима (τὰ δείκηλα τῶν παθέων, τὰ καλεῦσι μυστήρια Αἰγύπτιοι Her.).

Greek Monolingual

δείκηλον και δείκελον, το (Α)
1. αναπαράσταση, παρουσίαση
2. ομοίωμα, εικόνα
3. φάντασμα
4. ανάγλυφο, γλυπτή μορφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για διαλεκτικό τ. που ανάγεται ετυμολογικά σε θ. δεικ- του δείκνυμι και στο επίθημα -ηλος. Η λ. δείκελον είναι παράλληλος τ. του δείκηλον.

Greek Monotonic

δείκηλον: τό, αναπαράσταση, επίδειξη, έκθεση, σε Ηρόδ.· επίσης δείκελον, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

δείκηλον: τό, (ἴδε ἐν λ. ἔοικα) παράστασις, ἐπίδειξις, ἔκθεσις, Ἡρόδ. 2. 171, ἔνθα ἴδε Creuzer παρὰ B ähr.· ὡσαύτως δείκελον, Ἀνθ. Π. 9. 153. ΙΙ. τὸ ἐπὶ ἀσπίδος σημεῖονπαράστασις, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 746· εἰκὼν γεγλυμμένη, ὁμοίωμα, Συλλ. Ἐπιγρ. 6272.

Middle Liddell

a representation, exhibition, Hdt.