συγκουφίζω: Difference between revisions
καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=contribuer à alléger, à soulager.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κουφίζω]]. | |btext=[[contribuer à alléger]], [[à soulager]].<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κουφίζω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 12:23, 8 January 2023
English (LSJ)
help to lift or lighten, τὸ βάρος S.E.P.3.15; help to keep above water, τινα Luc.Tox.20, cf. DDeor.20.6.
German (Pape)
[Seite 969] mit erleichtern; Luc. D. D. 20, 6 Tox. 20, S. Em. pyrrh. 3, 15.
French (Bailly abrégé)
contribuer à alléger, à soulager.
Étymologie: σύν, κουφίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγ-κουφίζω helpen licht te maken of te verlichten; uitbr. helpen drijvende te houden (van zwemmers in zee).
Russian (Dvoretsky)
συγκουφίζω:
1 делать легче, облегчать (βάρος τι Sext.);
2 поддерживать (для облегчения), приподнимать (τινά Luc.).
Greek Monolingual
ΜΑ
1. σηκώνω κάτι από κοινού με άλλον ή άλλους
2. συνεργώ ώστε να γίνει κάτι πιο ελαφρύ
αρχ.
βοηθώ κάποιον να μείνει στην επιφάνεια του νερού, να επιπλεύσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κουφίζω (II) «σηκώνω, εγείρω» (< κοῦφος «άδειος, ελαφρύς»)].
Greek Monotonic
συγκουφίζω: Αττ. μέλ. -ιῶ, σηκώνω από κοινού ώστε να ελαφρύνει το βάρος, βοηθώ στο να κρατηθεί κάποιος πάνω από την επιφάνεια του νερού, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
συγκουφίζω: ὁμοῦ σηκώνω ἢ ἐλαφρύνω, τὸ βάρος Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 3. 15· βοηθῶ τινα ὥστε νὰ μένῃ ὑπεράνω τοῦ ὕδατος, συμπαρανήχεσθαι καὶ συγκουφίζειν Λουκ. Τόξ. 20, πρβλ. Θεῶν Διαλόγ. 20. 6.
Middle Liddell
fut. Attic ιῶ
to help to lighten, help to keep above water, Luc.