δασύμαλλος: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, .<br") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />à la laine touffue, au poil touffu.<br />'''Étymologie:''' [[δασύς]], [[μαλλός]]. | |btext=ος, ον :<br />[[à la laine touffue]], [[au poil touffu]].<br />'''Étymologie:''' [[δασύς]], [[μαλλός]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 17:50, 8 January 2023
English (LSJ)
ον, thick-fleeced, woolly, ὄϊες, αἰγίς, Od.9.425, E. Cyc.360.
Spanish (DGE)
(δᾰσύμαλλος) -ον
• Grafía: graf. δασύμαλος Hdn.Epim.69
• Prosodia: [-ῠ-]
1 cubierto de espesos vellones, lanudo ὄϊες Od.9.425, E.Cyc.360.
2 subst. ὁ δ. el melenudo κομήτης, ἀστὴρ καὶ ὁ δ. Hdn.l.c.
German (Pape)
[Seite 524] dichtwollig, ὄιες Od. 9, 425, ἅπαξ εἰρημέν; αἰγίς Eur. Cycl. 360.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la laine touffue, au poil touffu.
Étymologie: δασύς, μαλλός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δασύμαλλος -ον [δασύς, μαλλός] wollig.
Russian (Dvoretsky)
δᾰσύμαλλος: густорунный, пушистый (ὄϊες Hom.; αἰγίς Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
δᾰσύμαλλος: -ον, ὁ ἔχων δασὺν μαλλόν, πυκνόμαλλος, Ὀδ. Ι. 425, Εὐρ. Κύκλ. 360.
English (Autenrieth)
thick-fleeced, Od. 9.425†.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δασύμαλλος, -ον)
δασύτριχος, πυκνόμαλλος
νεοελλ.
1. γένος κολεόπτερων εντόμων
2. γένος μυοπορινιδών φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δασύς + -μαλλος < μαλλός «τούφα μαλλιού»].
Greek Monotonic
δᾰσύμαλλος: -ον, πυκνόμαλλος, δασύτριχος, τριχωτός, αυτός που έχει πυκνό τρίχωμα, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.