πρακτός: Difference between revisions
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
mNo edit summary |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=praktos | |Transliteration C=praktos | ||
|Beta Code=prakto/s | |Beta Code=prakto/s | ||
|Definition=Ion. πρηκτός, ή, όν<b class="b3">, (πράσσω)</b>: <b class="b3">τὰ π</b>. <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[things to be done]], i.e. [[matters of moral action]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1094a19</span>, <span class="bibl">1097a22</span>; <b class="b3">τὰ π. ἀγαθά</b> ib. <span class="bibl">1095a16</span>, cf. Andronic. Rhod.<span class="bibl">p.574</span> M. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[traversed]], νηυσὶ πρηκτὰ κέλευθα A.R.<span class="title">Fr.</span>5.3. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> <b class="b3">πρακτὸς ὑπό τινος</b> [[liable to be called on to pay money]] by one, <span class="title">Test.Epict.</span>7.2, 21, cf. <span class="title">IG</span>12 (7).237.60 (Minoa, i B. C.); <b class="b3">π. ἔστωμ Πραξικλεῖ ἡμιόλιον τὸ ἀργύριον</b> ib. 67.46 (Arcesine, in/iii B. C.); <b class="b3">π. ἔστω τοῦ ἡμιολίου τοῖς ταμίαις</b> ib.62.50 (ibid., iv B. C.).</span> | |Definition=Ion. [[πρηκτός]], ή, όν<b class="b3">, (πράσσω)</b>: <b class="b3">τὰ π</b>. <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[things to be done]], i.e. [[matters of moral action]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1094a19</span>, <span class="bibl">1097a22</span>; <b class="b3">τὰ π. ἀγαθά</b> ib. <span class="bibl">1095a16</span>, cf. Andronic. Rhod.<span class="bibl">p.574</span> M. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[traversed]], νηυσὶ πρηκτὰ κέλευθα A.R.<span class="title">Fr.</span>5.3. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> <b class="b3">πρακτὸς ὑπό τινος</b> [[liable to be called on to pay money]] by one, <span class="title">Test.Epict.</span>7.2, 21, cf. <span class="title">IG</span>12 (7).237.60 (Minoa, i B. C.); <b class="b3">π. ἔστωμ Πραξικλεῖ ἡμιόλιον τὸ ἀργύριον</b> ib. 67.46 (Arcesine, in/iii B. C.); <b class="b3">π. ἔστω τοῦ ἡμιολίου τοῖς ταμίαις</b> ib.62.50 (ibid., iv B. C.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=πρακτός -ή -όν [πράττω] doenlijk, uitvoerbaar, realiseerbaar:; πρακτὰ ἀγαθά realiseerbare goede dingen Aristot. EN 1095a16; gedaan, subst. τὰ πρακτά handelingen. Aristot. EN 1094a19. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[πρακτός]], ή, όν verb. adj. of [[πράσσω]]<br />τὰ πρακτά things to be done, points of [[moral]] [[action]], Arist. | |mdlsjtxt=[[πρακτός]], ή, όν verb. adj. of [[πράσσω]]<br />τὰ πρακτά things to be done, points of [[moral]] [[action]], Arist. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[passable]]=== | |||
Bulgarian: проходим; Catalan: transitable; Finnish: kulkukelpoinen; German: [[passierbar]]; Greek: [[διαβατός]]; Ancient Greek: [[ἀμεύσιμος]], [[βάσιμος]], [[βατός]], [[διαβατός]], [[ἐμβατός]], [[εὔβατος]], [[εὔπορος]], [[ἰτός]], [[ὁδεύσιμος]], [[ὁδοιπόριστος]], [[ὁδωτός]], [[περάσιμος]], [[πορεύσιμος]], [[πορευτός]], [[πόριμος]], [[πρακτός]]; Italian: [[passabile]]; Latin: [[pervius]]; Norwegian Bokmål: farbar; Nynorsk: farbar; Polish: przekraczalny | |||
}} | }} |
Revision as of 13:01, 8 February 2023
English (LSJ)
Ion. πρηκτός, ή, όν, (πράσσω): τὰ π. A things to be done, i.e. matters of moral action, Arist.EN1094a19, 1097a22; τὰ π. ἀγαθά ib. 1095a16, cf. Andronic. Rhod.p.574 M. 2 traversed, νηυσὶ πρηκτὰ κέλευθα A.R.Fr.5.3. II πρακτὸς ὑπό τινος liable to be called on to pay money by one, Test.Epict.7.2, 21, cf. IG12 (7).237.60 (Minoa, i B. C.); π. ἔστωμ Πραξικλεῖ ἡμιόλιον τὸ ἀργύριον ib. 67.46 (Arcesine, in/iii B. C.); π. ἔστω τοῦ ἡμιολίου τοῖς ταμίαις ib.62.50 (ibid., iv B. C.).
German (Pape)
[Seite 693] adj. verb. von πράσσω, gethan, zu thun, thunlich; τὰ πρακτά, das was man thut, Arist. eth. 1, 2; von ποιητός unterschieden, 6, 4; Sp.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui peut ou doit être fait, faisable, praticable.
Étymologie: πράσσω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρακτός -ή -όν [πράττω] doenlijk, uitvoerbaar, realiseerbaar:; πρακτὰ ἀγαθά realiseerbare goede dingen Aristot. EN 1095a16; gedaan, subst. τὰ πρακτά handelingen. Aristot. EN 1094a19.
Russian (Dvoretsky)
πρακτός: [adj. verb. к πράσσω выполнимый или подлежащий выполнению Arst. etc.
Greek Monolingual
και ιων. τ. πρηκτός, -ή, -όν, Α πράττω
1. αυτός που είναι δυνατόν να γίνει, εφικτός
2. αυτός που μπορεί να τον διαβεί κανείς, διαβατός
3. αυτός που μπορεί κανείς να τον εισπράξει
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πρακτά
πράγματα τα οποία είναι σωστό να γίνονται, ηθικές ενέργειες
5. φρ. «πρακτὸς ὑπὸ τινος» — αυτός που κλήθηκε από κάποιον για να πληρώσει χρήματα, να αποδώσει κάτι που οφείλει.
Greek Monotonic
πρακτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του πράσσω· τὰ πρακτά, πράγματα που πρέπει να γίνουν, στοιχεία ηθικής υφής, σε Αριστ.
Greek (Liddell-Scott)
πρακτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ πράσσω· τὰ πρακτά, πράγματα τὰ ὁποῖα πρέπει νὰ γείνωσιν, ἅτινα δύνανται νὰ χρησιμεύσωσιν ὡς σημεῖα ἠθικῆς ἐνεργείας, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 2, 1., 4. 6, 4, κτλ. 2) ὁ δυνάμενος νὰ πραχθῇ, νηυσὶ πρηκτὰ κέλευθα = ναυσιπέρατα, Ποιητὴς ἐν Ruhnk. Ep. Crit. 192· ἀλλὰ πρβλ. πράσσω Ι. ΙΙ. πρακτὸς ὑπό τινος, ὁ κληθεὶς ὑπό τινος ὅπως ἀποτίσῃ χρήματα, Συλλ. Ἐπιγρ. 2448, VII. 2 καὶ 22· πρβλ. πράσσω V. 1.
Middle Liddell
πρακτός, ή, όν verb. adj. of πράσσω
τὰ πρακτά things to be done, points of moral action, Arist.
Translations
passable
Bulgarian: проходим; Catalan: transitable; Finnish: kulkukelpoinen; German: passierbar; Greek: διαβατός; Ancient Greek: ἀμεύσιμος, βάσιμος, βατός, διαβατός, ἐμβατός, εὔβατος, εὔπορος, ἰτός, ὁδεύσιμος, ὁδοιπόριστος, ὁδωτός, περάσιμος, πορεύσιμος, πορευτός, πόριμος, πρακτός; Italian: passabile; Latin: pervius; Norwegian Bokmål: farbar; Nynorsk: farbar; Polish: przekraczalny