βάταλος: Difference between revisions

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
(3)
 
(26 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=βάτᾰλος
|Full diacritics=βᾱ́τᾰλος
|Medium diacritics=βάταλος
|Medium diacritics=βάταλος
|Low diacritics=βάταλος
|Low diacritics=βάταλος
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=vatalos
|Transliteration C=vatalos
|Beta Code=ba/talos
|Beta Code=ba/talos
|Definition=[<b class="b3">βᾱ], ὁ,</b> <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[πρωκτός]], <span class="bibl">Eup.82</span>; cf. <b class="b3">βάτας, βατέω</b>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">stammerer</b> (cf. [[βατταρίζω]]), a nickname given to Demosthenes, <span class="bibl">Aeschin. 2.99</span>, cf. <span class="bibl">D.18.180</span>. (Codd. vary between <b class="b3">βάταλος</b> and <b class="b3">βάτταλος</b>: <b class="b3">Βάτταλος</b> is pr. n. in Hedyl. ap. <span class="bibl">Ath.4.167d</span>.)</span>
|Definition=[βᾱ], ὁ,<br><span class="bld">A</span> = [[πρωκτός]], Eup.82; cf. [[βάτας]], [[βατέω]].<br><span class="bld">II</span> [[stammerer]] (cf. [[βατταρίζω]]), a nickname given to [[Demosthenes]], Aeschin. 2.99, cf. D.18.180. (Codd. vary between [[βάταλος]] and [[βάτταλος]]: [[Βάτταλος]] is pr. n. in Hedyl. ap. Ath.4.167d.)
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[βάτταλος]] <i>EM</i> 191.17G.<br /><b class="num">1</b> [[trasero]] Eup.92, Plu.<i>Dem</i>.4, <i>EM</i> [[l.c.]]<br /><b class="num">2</b> [[maricón]] Clem.Al.<i>Paed</i>.3.3.23, Hsch., Sud.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Quizá formado sobre un rad. βάτ-/βάττ- de origen onomat. y expresivo c. el sent. de ‘[[golpear]]’.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0438.png Seite 438]] ὁ ([[βατέω]]), ein Weichling, cinaedus, VLL.; Clem. Al.; Spottname des Demosthenes, Aesch. 1, 126. 2, 99 Dem. 18, 180 Plut. Dem. 4, was Einige auf das Stottern in seiner Jugend beziehen wollten; ursprünglich ein Eigenname eines Flötenspielers, B. A. 221; nach Harpocr. von Eupolis = [[πρωκτός]] gebraucht.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0438.png Seite 438]] ὁ ([[βατέω]]), ein Weichling, cinaedus, VLL.; Clem. Al.; Spottname des Demosthenes, Aesch. 1, 126. 2, 99 Dem. 18, 180 Plut. Dem. 4, was Einige auf das Stottern in seiner Jugend beziehen wollten; ursprünglich ein Eigenname eines Flötenspielers, B. A. 221; nach Harpocr. von Eupolis = [[πρωκτός]] gebraucht.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''βάτᾰλος''': ὁ, =[[πρωκτός]], Εὔπολ. Βαπτ. 14· - [[ἐντεῦθεν]] ἐπὶ προσώπων = [[κίναιδος]], pathicus, Κλήμ. Ἀλ. 266. ΙΙ. σκωπτικὸν ἐπώνυμον διδόμενον τῷ Δημοσθένει, ἔχον σχέσιν πρὸς τὸ [[ῥῆμα]] βαταρίζω, [[ἐπειδὴ]] ἐτραύλιζεν ὅτε ἦτο [[νέος]] καὶ δὲν ἠδύνατο νὰ προφέρῃ το ρ, Αἰσχίν. 41.14, πρβλ. Δημ. 288.17. Τὰ χειρόγραφα ποικίλλουσι μεταξὺ τῆς γραφῆς [[βάταλος]] και [[βάτταλος]]·- τὸ [[μέτρον]] ἀπαιτεῖ ὡς κύριον [[ὄνομα]] Βάτταλος, Ἡδύλ. παρ’Ἀθην. 176D.
|btext=[[βάτταλος]] <i>mieux que</i> [[βάταλος]], ου (ὁ) :<br /><b>1</b> [[le derrière]];<br /><b>2</b> débauché, <i>sobriquet de Démosthène (par jeu de mots avec</i> [[βατταρίζω]], <i>parce qu'étant jeune il prononçait le</i> ρ <i>comme un</i> λ).<br />'''Étymologie:''' DELG onomatopée.<br /><i><b>Par.</b></i> [[τραυλός]].
}}
{{elnl
|elnltext=[[βάταλος]] -ου, ὁ, ook [[βάτταλος]] [~ [[βατέω]] ?] betekenis onzeker; obscene verwijzing naar ‘achterste’, of stotteraar:. Plut. Demosth. 4.7.
}}
{{elru
|elrutext='''βάταλος:''' ὁ [[varia lectio|v.l.]] = [[βάτταλος]].
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: <b class="b3">καταπύγων καὶ ἀνδρόγυνος</b>, [[κίναιδος]], [[ἔκλυτος]] H.; = [[πρωκτός]] (Eup. 82) Harpokration.<br />Other forms: Also [[βάτταλος]]. [[βατᾶς]], [[βαδᾶς]] and [[σπάταλος]] [[wanton]], [[lascivious]] s. below.<br />Derivatives: [[βαταλίζομαι]] <b class="b2">live like a β.</b> (Theano), <b class="b3">-ίζω</b> (<b class="b3">τὰ ὀπίσθια</b>, of a horse) [[turn to and fro]] (Hippiatr.). Shortened (cf. Chantr. Form. 31f.) <b class="b3">βατᾶς ὁ καταφερής</b>. [[Ταραντῖνοι]] H.; <b class="b3">βαδᾶς κίναιδος ὡς Ἀμερίας</b> H. - Demosthenes was called <b class="b3">Βάτ(τ)αλος</b> in his youth (D. 18, 180; Aeschin. 1, 126; 2,99). Perhaps it referred to a speech-defect, saying [[λ]] for [[ρ]] and so for [[βατταρίζειν]] [[stammer]] say [[βατταλίζειν]]; s. Holst Symb. Oslo. 4, 11ff.<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: One suggested connection with [[βατέω]] [[mount]]; but that [[βαδᾶς]] would be after [[βάδην]], [[βαδίζω]] is quite improbable. Fur. 154 etc. connects convincingly [[σπάταλος]], which shows Pre-Gr. origin (as does [[τ]]/[[δ]]).
}}
}}
{{bailly
{{mdlsj
|btext=v. [[βάτταλος]].
|mdlsjtxt=[[βάττος]]<br />a [[nickname]] given to [[Demosthenes]], from his stuttering, Aeschin.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βάταλος]] και [[βάτταλος]], ο (Α)<br /><b>1.</b> ο [[τραυλός]]<br /><b>2.</b> ο [[πρωκτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δημώδης τ., άγνωστης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] της λ. [[βάταλος]] με το [[βατώ]] (-<i>έω</i>) «[[ανέρχομαι]], [[πηδώ]]» [[είναι]] αβέβαιη, ενώ η [[άποψη]], [[κατά]] την οποία ο όρος [[βάταλος]] [[είναι]] δάνεια λ. ανατολικής προέλευσης (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>bata</i>- «[[αδύνατος]] [[άνθρωπος]]»), δεν [[είναι]] ικανοποιητική. Ο τ. [[βάτταλος]], που μαρτυρείται στον Δημοσθένη, συνδέεται με το ρ. [[βατταρίζω]] «[[τραυλίζω]]», με [[σύγχυση]] της προφοράς των -<i>λ</i>- και -<i>ρ</i>-. Κατά τον Ησύχιο, η λ. [[βάταλος]] χρησιμοποιείται με μειωτική [[σημασία]] αντίθετα [[προς]] τον τ. [[βάτταλος]], [[κατά]] τον Αισχίνη δε χρησιμοποιήθηκε ως [[παρατσούκλι]] για τον Δημοσθένη από την παιδική του [[ηλικία]]].
|mltxt=[[βάταλος]] και [[βάτταλος]], ο (Α)<br /><b>1.</b> ο [[τραυλός]]<br /><b>2.</b> ο [[πρωκτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δημώδης τ., άγνωστης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] της λ. [[βάταλος]] με το [[βατώ]] (-<i>έω</i>) «[[ανέρχομαι]], [[πηδώ]]» [[είναι]] αβέβαιη, ενώ η [[άποψη]], [[κατά]] την οποία ο όρος [[βάταλος]] [[είναι]] δάνεια λ. ανατολικής προέλευσης ([[πρβλ]]. αρχ. ινδ. <i>bata</i>- «[[αδύνατος]] [[άνθρωπος]]»), δεν [[είναι]] ικανοποιητική. Ο τ. [[βάτταλος]], που μαρτυρείται στον Δημοσθένη, συνδέεται με το ρ. [[βατταρίζω]] «[[τραυλίζω]]», με [[σύγχυση]] της προφοράς των -<i>λ</i>- και -<i>ρ</i>-. Κατά τον Ησύχιο, η λ. [[βάταλος]] χρησιμοποιείται με μειωτική [[σημασία]] αντίθετα [[προς]] τον τ. [[βάτταλος]], [[κατά]] τον Αισχίνη δε χρησιμοποιήθηκε ως [[παρατσούκλι]] για τον Δημοσθένη από την παιδική του [[ηλικία]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βάτᾰλος:''' ὁ ([[βάττος]]), σκωπτικό [[επώνυμο]], «[[παρατσούκλι]]» αποδιδόμενο στο Δημοσθένη, εξαιτίας του τραυλίσματός του και της αδυναμίας του να προφέρει το «ρ», σε Αισχίν.
|lsmtext='''βάτᾰλος:''' ὁ ([[βάττος]]), σκωπτικό [[επώνυμο]], «[[παρατσούκλι]]» αποδιδόμενο στο Δημοσθένη, εξαιτίας του τραυλίσματός του και της αδυναμίας του να προφέρει το «ρ», σε Αισχίν.
}}
{{ls
|lstext='''βάτᾰλος''': ὁ, =[[πρωκτός]], Εὔπολ. Βαπτ. 14· - [[ἐντεῦθεν]] ἐπὶ προσώπων = [[κίναιδος]], pathicus, Κλήμ. Ἀλ. 266. ΙΙ. σκωπτικὸν ἐπώνυμον διδόμενον τῷ Δημοσθένει, ἔχον σχέσιν πρὸς τὸ [[ῥῆμα]] βαταρίζω, [[ἐπειδὴ]] ἐτραύλιζεν ὅτε ἦτο [[νέος]] καὶ δὲν ἠδύνατο νὰ προφέρῃ το ρ, Αἰσχίν. 41.14, πρβλ. Δημ. 288.17. Τὰ χειρόγραφα ποικίλλουσι μεταξὺ τῆς γραφῆς [[βάταλος]] και [[βάτταλος]]·- τὸ [[μέτρον]] ἀπαιτεῖ ὡς κύριον [[ὄνομα]] Βάτταλος, Ἡδύλ. παρ’Ἀθην. 176D.
}}
{{FriskDe
|ftr='''βάταλος''': {bátalos}<br />'''Meaning''': [[καταπύγων]] καὶ [[ἀνδρόγυνος]], [[κίναιδος]], [[ἔκλυτος]] H., nach Harpokration von Eup. (82) = [[πρωκτός]] gebraucht.<br />'''Derivative''': Davon [[βαταλίζομαι]] [[wie ein [[βάταλος]] leben]] (Theano), -ίζω (τὰ ὀπίσθια, von einem Pferde) [[hin und her drehen]] (''Hippiatr''.). Eine Kurzform (vgl. Chantraine Formation 31f.) ist βατᾶς· ὁ [[καταφερής]]. [[Ταραντῖνοι]] H.; daneben βαδᾶς· [[κίναιδος]] ὡς Ἀμερίας H. — Nach Aeschin. 1, 126; 2, 99 wurde Demosthenes in seiner Jugend Βάτ(τ)αλος genannt, "δι’ αἰσχρουργίαν τινὰ καὶ κιναιδίαν"; diesen Spitznamen legt D. (18, 180) auch sich selbst zu. Damit wurde wahrscheinlich auf seinen Sprachfehler angespielt, λ für ρ zu sprechen und somit für βατταρίζειν [[poltern]], [[brudeln]] (eine andere Redeschwäche des D.) βατταλίζειν zu sagen; s. Holst Symb. Oslo. 4, 11ff.<br />'''Etymology''': Als volkstümliche Benennung entzieht sich [[βάταλος]] einer genauen Analyse (vgl. Chantraine Formation 247). Beziehung zu [[βατέω]] [[besteigen]], [[bespringen]] scheint immerhin möglich, obgleich natürlich sehr unsicher (βαδᾶς dann nach [[βάδην]], [[βαδίζω]]?). Kaum besser mit Specht KZ 66, 11f., Lexis 3, 70 (nach Johansson KZ 36, 343) als orientalisches LW zu aind. ''batá''- etwa [[Schwächling]] (ἅπ. λεγ. RV 10, 10, 13).<br />'''Page''' 1,225-226
}}
{{trml
|trtx====[[homosexual]]===
Afrikaans: homoseksueel; Albanian: homoseksual, homo; Arabic: لُوطِيّ‎, شَاذّ جِنْسِيًا‎; Armenian: համասեռամոլ; Azerbaijani: homoseksual, homoseksualist; Basque: homosexual; Belarusian: гамасэксуалі́ст, гей, лесбіянка; Breton: heñvelrevel; Bulgarian: хомосексуалист, гей; Burmese: ဂေး; Catalan: homosexual; Cebuano: bayot; Chinese Mandarin: 同性戀者, 同性恋者; Coptic: ⲗⲁⲃⲟⲧⲉ; Czech: homosexuál; Danish: homoseksuel; Dutch: [[homoseksueel]], [[homo]]; Esperanto: samseksemulo, gejo; Estonian: homoseksuaal; Faroese: samkyndur; Finnish: homoseksuaali, homoseksualisti, homo; French: [[homosexuel]], [[homosexuelle]], [[lesbienne]]; Galician: homosexual; Georgian: ჰომოსექსუალი; German: [[Homosexueller]], [[Homosexuelle]]; Greek: [[ομοφυλόφιλος]], [[γκέι]], [[λεσβία]]; Ancient Greek: [[ἀνδροβάτης]], [[ἀνδροκοίτης]], [[ἀνδρόπορνος]], [[ἀρρενοκοίτης]], [[ἀρσενοβάτης]], [[ἀρσενοκοίτης]], [[ἀρσενομίκτης]], [[ἀρσενόπαις]], [[βάταλος]], [[βάτταλος]], [[ἐμβασικοίτας]], [[εὐρύπρωκτος]], [[θερμόπρωκτος]], [[κατάπυγος]], [[καταπύγων]], [[κατωμόχανος]], [[κίναιδος]], [[κιναιδώδης]], [[κυβάλης]], [[λακαταπύγων]], [[λακκόπρωκτος]], [[λάσταυρος]], [[μεῖραξ]], [[παγκαταπύγων]], [[παθικός]], [[πειώλης]], [[πεώλης]], [[περάντης]], [[σπαταλοκίναιδος]], [[σφίγκτης]], [[φιλοπυγιστής]], [[χαυνόπρωκτος]]; Greenlandic: suiaaqatiminoortartoq, suiaqatiminik atoqateqartartoq, suiaqatinoortoq; Hawaiian: māhū; Hebrew: הוֹמוֹסֶקסוּאָל‎; Hungarian: homoszexuális; Icelandic: samkynhneigður, hommi; Ido: homeosexualo, homeosexualulo, homeosexualino, geyo, lesbiano; Indonesian: homosex; Interlingua: homosexual; Irish: homaighnéasach; Italian: [[omosessuale]]; Japanese: 同性愛者, ゲイ, ホモセクシャル, レス; Kazakh: гомосексуалист; Khmer: មនុស្សប្រតិព័ទ្ធ មនុស្សភេទដូចគ្នា; Korean: 동성애자(同性愛者), 게이; Kyrgyz: кумса, гомосексуалист; Lao: ກະເທີຍ; Latin: [[cinaedus]], [[draucus]], [[embasicoeta]], [[homosexualis]]; Latvian: homoseksuāls, gejs; Lishana Deni: גיאול שרמיה‎; Lithuanian: homoseksualas, homoseksualė; Macedonian: хомосексуалец, геј, лезбејка; Malayalam: സ്വവർഗാനുരാഗി; Maori: tōingo, takāpui, takatāpui, takatāpui tāne, takatāpui wahine; Mongolian: гомосекс; Navajo: nádleeh, ádadilʼínígíí, beełtʼéi yidánoolní; Norman: homosexuel, homosexuelle, lesbienne; Norwegian: homse, homofil; Occitan: omosexual; Okinawan: 同性人, 同性ん人; Persian: همجنس‌گرا‎, هموسکسوئل‎; Polish: homoseksualista, gej, lesbijka; Portuguese: [[homossexual]], [[homo]], [[gay]]; Romanian: homosexual; Russian: [[гомосексуалист]], [[гомосексуал]], [[гей]], [[гомосек]], [[гомосек]], [[гомик]], [[лесбиянка]], [[лесби]]; Sami Inari: homoseksual; Northern: homofiila, homoseksuála; Skolt: homoseksuaal; Scots: buftie; Scottish Gaelic: co-sheòrsach, co-ghnèitheach, gèidh; Serbo-Croatian Cyrillic: геј, хомосексуалац, лезбејка; Roman: gej, homoseksualac, lezbejka; Slovak: homosexuál, homosexuálka; Slovene: homoseksuálec, homoseksuálca; Spanish: [[homosexual]]; Swahili: shoga; Swedish: homosexuell, homo; Tajik: ҳамҷинсгаро; Thai: เกย์, ตุ๊ด, ชายรักร่วมเพศ, หญิงรักร่วมเพศ; Tigrinya: ግብረ ሰዶመኛ, ግብረ ሰዶመኛዊት; Turkish: homoseksüel, eşcinsel, gey, lezbiyen; Turkmen: gomoseksual; Udmurt: гомосексуалист, аспалэс, аспал пи; Ukrainian: гомосексуалі́ст, гей, ґей, лесбіянка, лесбі́йка; Uzbek: gomoseksualist, gey; Vietnamese: giao hợp với người đồng tính; Welsh: gwrywgydiwr; Yiddish: האָמאָסעקסואַל‎
}}
}}

Latest revision as of 12:47, 22 March 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾱ́τᾰλος Medium diacritics: βάταλος Low diacritics: βάταλος Capitals: ΒΑΤΑΛΟΣ
Transliteration A: bátalos Transliteration B: batalos Transliteration C: vatalos Beta Code: ba/talos

English (LSJ)

[βᾱ], ὁ,
A = πρωκτός, Eup.82; cf. βάτας, βατέω.
II stammerer (cf. βατταρίζω), a nickname given to Demosthenes, Aeschin. 2.99, cf. D.18.180. (Codd. vary between βάταλος and βάτταλος: Βάτταλος is pr. n. in Hedyl. ap. Ath.4.167d.)

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Alolema(s): βάτταλος EM 191.17G.
1 trasero Eup.92, Plu.Dem.4, EM l.c.
2 maricón Clem.Al.Paed.3.3.23, Hsch., Sud.
• Etimología: Quizá formado sobre un rad. βάτ-/βάττ- de origen onomat. y expresivo c. el sent. de ‘golpear’.

German (Pape)

[Seite 438] ὁ (βατέω), ein Weichling, cinaedus, VLL.; Clem. Al.; Spottname des Demosthenes, Aesch. 1, 126. 2, 99 Dem. 18, 180 Plut. Dem. 4, was Einige auf das Stottern in seiner Jugend beziehen wollten; ursprünglich ein Eigenname eines Flötenspielers, B. A. 221; nach Harpocr. von Eupolis = πρωκτός gebraucht.

French (Bailly abrégé)

βάτταλος mieux que βάταλος, ου (ὁ) :
1 le derrière;
2 débauché, sobriquet de Démosthène (par jeu de mots avec βατταρίζω, parce qu'étant jeune il prononçait le ρ comme un λ).
Étymologie: DELG onomatopée.
Par. τραυλός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βάταλος -ου, ὁ, ook βάτταλος [~ βατέω ?] betekenis onzeker; obscene verwijzing naar ‘achterste’, of stotteraar:. Plut. Demosth. 4.7.

Russian (Dvoretsky)

βάταλος:v.l. = βάτταλος.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: καταπύγων καὶ ἀνδρόγυνος, κίναιδος, ἔκλυτος H.; = πρωκτός (Eup. 82) Harpokration.
Other forms: Also βάτταλος. βατᾶς, βαδᾶς and σπάταλος wanton, lascivious s. below.
Derivatives: βαταλίζομαι live like a β. (Theano), -ίζω (τὰ ὀπίσθια, of a horse) turn to and fro (Hippiatr.). Shortened (cf. Chantr. Form. 31f.) βατᾶς ὁ καταφερής. Ταραντῖνοι H.; βαδᾶς κίναιδος ὡς Ἀμερίας H. - Demosthenes was called Βάτ(τ)αλος in his youth (D. 18, 180; Aeschin. 1, 126; 2,99). Perhaps it referred to a speech-defect, saying λ for ρ and so for βατταρίζειν stammer say βατταλίζειν; s. Holst Symb. Oslo. 4, 11ff.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: One suggested connection with βατέω mount; but that βαδᾶς would be after βάδην, βαδίζω is quite improbable. Fur. 154 etc. connects convincingly σπάταλος, which shows Pre-Gr. origin (as does τ/δ).

Middle Liddell

βάττος
a nickname given to Demosthenes, from his stuttering, Aeschin.

Greek Monolingual

βάταλος και βάτταλος, ο (Α)
1. ο τραυλός
2. ο πρωκτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δημώδης τ., άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση της λ. βάταλος με το βατώ (-έω) «ανέρχομαι, πηδώ» είναι αβέβαιη, ενώ η άποψη, κατά την οποία ο όρος βάταλος είναι δάνεια λ. ανατολικής προέλευσης (πρβλ. αρχ. ινδ. bata- «αδύνατος άνθρωπος»), δεν είναι ικανοποιητική. Ο τ. βάτταλος, που μαρτυρείται στον Δημοσθένη, συνδέεται με το ρ. βατταρίζω «τραυλίζω», με σύγχυση της προφοράς των -λ- και -ρ-. Κατά τον Ησύχιο, η λ. βάταλος χρησιμοποιείται με μειωτική σημασία αντίθετα προς τον τ. βάτταλος, κατά τον Αισχίνη δε χρησιμοποιήθηκε ως παρατσούκλι για τον Δημοσθένη από την παιδική του ηλικία].

Greek Monotonic

βάτᾰλος: ὁ (βάττος), σκωπτικό επώνυμο, «παρατσούκλι» αποδιδόμενο στο Δημοσθένη, εξαιτίας του τραυλίσματός του και της αδυναμίας του να προφέρει το «ρ», σε Αισχίν.

Greek (Liddell-Scott)

βάτᾰλος: ὁ, =πρωκτός, Εὔπολ. Βαπτ. 14· - ἐντεῦθεν ἐπὶ προσώπων = κίναιδος, pathicus, Κλήμ. Ἀλ. 266. ΙΙ. σκωπτικὸν ἐπώνυμον διδόμενον τῷ Δημοσθένει, ἔχον σχέσιν πρὸς τὸ ῥῆμα βαταρίζω, ἐπειδὴ ἐτραύλιζεν ὅτε ἦτο νέος καὶ δὲν ἠδύνατο νὰ προφέρῃ το ρ, Αἰσχίν. 41.14, πρβλ. Δημ. 288.17. Τὰ χειρόγραφα ποικίλλουσι μεταξὺ τῆς γραφῆς βάταλος και βάτταλος·- τὸ μέτρον ἀπαιτεῖ ὡς κύριον ὄνομα Βάτταλος, Ἡδύλ. παρ’Ἀθην. 176D.

Frisk Etymology German

βάταλος: {bátalos}
Meaning: καταπύγων καὶ ἀνδρόγυνος, κίναιδος, ἔκλυτος H., nach Harpokration von Eup. (82) = πρωκτός gebraucht.
Derivative: Davon βαταλίζομαι [[wie ein βάταλος leben]] (Theano), -ίζω (τὰ ὀπίσθια, von einem Pferde) hin und her drehen (Hippiatr.). Eine Kurzform (vgl. Chantraine Formation 31f.) ist βατᾶς· ὁ καταφερής. Ταραντῖνοι H.; daneben βαδᾶς· κίναιδος ὡς Ἀμερίας H. — Nach Aeschin. 1, 126; 2, 99 wurde Demosthenes in seiner Jugend Βάτ(τ)αλος genannt, "δι’ αἰσχρουργίαν τινὰ καὶ κιναιδίαν"; diesen Spitznamen legt D. (18, 180) auch sich selbst zu. Damit wurde wahrscheinlich auf seinen Sprachfehler angespielt, λ für ρ zu sprechen und somit für βατταρίζειν poltern, brudeln (eine andere Redeschwäche des D.) βατταλίζειν zu sagen; s. Holst Symb. Oslo. 4, 11ff.
Etymology: Als volkstümliche Benennung entzieht sich βάταλος einer genauen Analyse (vgl. Chantraine Formation 247). Beziehung zu βατέω besteigen, bespringen scheint immerhin möglich, obgleich natürlich sehr unsicher (βαδᾶς dann nach βάδην, βαδίζω?). Kaum besser mit Specht KZ 66, 11f., Lexis 3, 70 (nach Johansson KZ 36, 343) als orientalisches LW zu aind. batá- etwa Schwächling (ἅπ. λεγ. RV 10, 10, 13).
Page 1,225-226

Translations

homosexual

Afrikaans: homoseksueel; Albanian: homoseksual, homo; Arabic: لُوطِيّ‎, شَاذّ جِنْسِيًا‎; Armenian: համասեռամոլ; Azerbaijani: homoseksual, homoseksualist; Basque: homosexual; Belarusian: гамасэксуалі́ст, гей, лесбіянка; Breton: heñvelrevel; Bulgarian: хомосексуалист, гей; Burmese: ဂေး; Catalan: homosexual; Cebuano: bayot; Chinese Mandarin: 同性戀者, 同性恋者; Coptic: ⲗⲁⲃⲟⲧⲉ; Czech: homosexuál; Danish: homoseksuel; Dutch: homoseksueel, homo; Esperanto: samseksemulo, gejo; Estonian: homoseksuaal; Faroese: samkyndur; Finnish: homoseksuaali, homoseksualisti, homo; French: homosexuel, homosexuelle, lesbienne; Galician: homosexual; Georgian: ჰომოსექსუალი; German: Homosexueller, Homosexuelle; Greek: ομοφυλόφιλος, γκέι, λεσβία; Ancient Greek: ἀνδροβάτης, ἀνδροκοίτης, ἀνδρόπορνος, ἀρρενοκοίτης, ἀρσενοβάτης, ἀρσενοκοίτης, ἀρσενομίκτης, ἀρσενόπαις, βάταλος, βάτταλος, ἐμβασικοίτας, εὐρύπρωκτος, θερμόπρωκτος, κατάπυγος, καταπύγων, κατωμόχανος, κίναιδος, κιναιδώδης, κυβάλης, λακαταπύγων, λακκόπρωκτος, λάσταυρος, μεῖραξ, παγκαταπύγων, παθικός, πειώλης, πεώλης, περάντης, σπαταλοκίναιδος, σφίγκτης, φιλοπυγιστής, χαυνόπρωκτος; Greenlandic: suiaaqatiminoortartoq, suiaqatiminik atoqateqartartoq, suiaqatinoortoq; Hawaiian: māhū; Hebrew: הוֹמוֹסֶקסוּאָל‎; Hungarian: homoszexuális; Icelandic: samkynhneigður, hommi; Ido: homeosexualo, homeosexualulo, homeosexualino, geyo, lesbiano; Indonesian: homosex; Interlingua: homosexual; Irish: homaighnéasach; Italian: omosessuale; Japanese: 同性愛者, ゲイ, ホモセクシャル, レス; Kazakh: гомосексуалист; Khmer: មនុស្សប្រតិព័ទ្ធ មនុស្សភេទដូចគ្នា; Korean: 동성애자(同性愛者), 게이; Kyrgyz: кумса, гомосексуалист; Lao: ກະເທີຍ; Latin: cinaedus, draucus, embasicoeta, homosexualis; Latvian: homoseksuāls, gejs; Lishana Deni: גיאול שרמיה‎; Lithuanian: homoseksualas, homoseksualė; Macedonian: хомосексуалец, геј, лезбејка; Malayalam: സ്വവർഗാനുരാഗി; Maori: tōingo, takāpui, takatāpui, takatāpui tāne, takatāpui wahine; Mongolian: гомосекс; Navajo: nádleeh, ádadilʼínígíí, beełtʼéi yidánoolní; Norman: homosexuel, homosexuelle, lesbienne; Norwegian: homse, homofil; Occitan: omosexual; Okinawan: 同性人, 同性ん人; Persian: همجنس‌گرا‎, هموسکسوئل‎; Polish: homoseksualista, gej, lesbijka; Portuguese: homossexual, homo, gay; Romanian: homosexual; Russian: гомосексуалист, гомосексуал, гей, гомосек, гомосек, гомик, лесбиянка, лесби; Sami Inari: homoseksual; Northern: homofiila, homoseksuála; Skolt: homoseksuaal; Scots: buftie; Scottish Gaelic: co-sheòrsach, co-ghnèitheach, gèidh; Serbo-Croatian Cyrillic: геј, хомосексуалац, лезбејка; Roman: gej, homoseksualac, lezbejka; Slovak: homosexuál, homosexuálka; Slovene: homoseksuálec, homoseksuálca; Spanish: homosexual; Swahili: shoga; Swedish: homosexuell, homo; Tajik: ҳамҷинсгаро; Thai: เกย์, ตุ๊ด, ชายรักร่วมเพศ, หญิงรักร่วมเพศ; Tigrinya: ግብረ ሰዶመኛ, ግብረ ሰዶመኛዊት; Turkish: homoseksüel, eşcinsel, gey, lezbiyen; Turkmen: gomoseksual; Udmurt: гомосексуалист, аспалэс, аспал пи; Ukrainian: гомосексуалі́ст, гей, ґей, лесбіянка, лесбі́йка; Uzbek: gomoseksualist, gey; Vietnamese: giao hợp với người đồng tính; Welsh: gwrywgydiwr; Yiddish: האָמאָסעקסואַל‎