ὀψοφάγος: Difference between revisions

From LSJ

εὖ γοῦν θίγοις ἂν χερνίβων → well could you, of course, handle holy vessels

Source
(13_5)
 
mNo edit summary
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=ὀψοφᾰ́γος
|Medium diacritics=ὀψοφάγος
|Low diacritics=οψοφάγος
|Capitals=ΟΨΟΦΑΓΟΣ
|Transliteration A=opsophágos
|Transliteration B=opsophagos
|Transliteration C=opsofagos
|Beta Code=o)yofa/gos
|Definition=ὁ, [[one who eats delicacies]], such as [[fish]] and other [[dainty|dainties]], [[epicure]], [[gourmet]], Ar. ''Pax'' 810, Cephisod. 9, Antiph. 190.5, Eub. 88, Arist. ''EN'' 1118a32; ὀ. εἶ καὶ [[κνισολοιχός]] Sophil. 7, cf. X. ''Mem.'' 3.14.2 sq., Timae. 71; [[epithet]] of a [[fish]], Oppian. ''H.'' 1.141; ''irreg. Attic Sup.'' [[ὀψοφαγίστατος]] X. ''Mem.'' 3.13.4, Poll. 6.37.
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0434.png Seite 434]] eigtl. bloße Zukost ohne Brot essend, vgl. Xen. Mem. 3, 14, 2 ff.; bes. feinere Speisen, Fische liebend, dah. leckerhaft, subst. das Leckermaul, der Schlemmer, Ar. Eccl. 781; Pol. 12, 24, 2; vgl. bes. Ath. VIII, 343 ff., 346 auch ein Apollo mit dem Beinamen [[ὀψοφάγος]] bei den Eleern erwähnt. – Superl. ὀψοφαγίστατος, Xen. Mem. 3, 13, 4.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0434.png Seite 434]] eigtl. bloße Zukost ohne Brot essend, vgl. Xen. Mem. 3, 14, 2 ff.; bes. feinere Speisen, Fische liebend, dah. leckerhaft, subst. das Leckermaul, der Schlemmer, Ar. Eccl. 781; Pol. 12, 24, 2; vgl. bes. Ath. VIII, 343 ff., 346 auch ein Apollo mit dem Beinamen [[ὀψοφάγος]] bei den Eleern erwähnt. – Superl. ὀψοφαγίστατος, Xen. Mem. 3, 13, 4.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>litt.</i> qui mange des mets sans pain ; qui aime la bonne chère, friand, gourmet.<br />'''Étymologie:''' [[ὄψον]], [[φαγεῖν]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀψοφάγος:''' (ᾰ) (superl. [[ὀψοφαγίστατος]]) [[падкий до изысканных кушаний]], [[лакомка]] Xen., Arph.
}}
{{ls
|lstext='''ὀψοφάγος''': [ᾰ], ὁ, ὁ ἐσθίων [[ἄνευ]] ἄρτου ἐδέσματα μετ’ ἄρτου ἐσθιόμενα, [[οἷον]] ἰχθῦς καὶ ἄλλα τοιαῦτα προσφάγια, ὁ δειπνῶν πολυτελῶς, [[λαίμαργος]], ὁ ἀγαπῶν ἐμμανῶς τὰ καλὰ φαγητά, [[μάλιστα]] τοὺς ἰχθῦς, Ἀριστοφ. Εἰρ. 810, Κηφισόδωρος ἐν «Ὑὶ» 3, Ἀντιφάνης ἐν «Πλουσίοις» 1. 5, Εὔβουλος ἐν «Πορνοβοσκῷ» 1· [[ὀψοφάγος]] εἶ καὶ κνισολοῖχος (ἢ -οιχὸς) Σώφιλος ἐν «Φιλάρχῳ» 2. πρβλ. ἐπὶ πᾶσι Ξεν. Ἀπομν. 3. 14, 2 κ.ἑξ., Τίμαι. 71. - Ἀνώμαλ. Ἀττ. ὑπερθ. ὀψοφαγίστατος, Ξεν. Ἀπομν. 3. 13, 4, Πολυδ. Ϛ΄, 37. ΙΙ. [[ὄνομα]] ἰχθύος, Ὀππ. Ἀλ. 1. 141.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀψοφάγος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που τρώει [[χωρίς]] [[ψωμί]] εδέσματα τα οποία [[συνήθως]] συνοδεύονται με [[ψωμί]], ο [[λαίμαργος]]<br /><b>2.</b> αυτός που του αρέσουν υπερβολικά τα καλά φαγητά, [[καλοφαγάς]]<br /><b>3.</b> [[ονομασία]] ψαριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄψον]] «[[τροφή]], [[έδεσμα]]» <span style="color: red;">+</span> -[[φάγος]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>φάγ</i>-, <b>πρβλ.</b> <i>ἔ</i>-<i>φαγ</i>-<i>ον</i>, αόρ. β' του [[ἐσθίω]]), [[πρβλ]]. [[χορτοφάγος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀψοφάγος:''' [ᾰ], ὁ ([[φαγεῖν]]), αυτός που τρώει τρόφιμα που θεωρούνται ότι πρέπει να τρώγονται μαζί με [[ψωμί]], όπως ψάρι καιλιχουδιές, [[λιχούδης]], [[επικούρειος]], [[τρυφηλός]], σε Αριστοφ., Ξεν.· ανώμ. υπερθ. [[ὀψοφαγίστατος]], σε Ξεν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὀψο-φᾰ́γος, ὁ, [[φαγεῖν]]<br />one who eats things meant to be only eaten with [[bread]], [[such]] as [[fish]] and dainties, a [[dainty]] [[fellow]], [[epicure]], [[gourmand]], Ar., Xen.:— irreg. Sup. [[ὀψοφαγίστατος]] Xen.
}}
}}

Latest revision as of 17:36, 30 March 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀψοφᾰ́γος Medium diacritics: ὀψοφάγος Low diacritics: οψοφάγος Capitals: ΟΨΟΦΑΓΟΣ
Transliteration A: opsophágos Transliteration B: opsophagos Transliteration C: opsofagos Beta Code: o)yofa/gos

English (LSJ)

ὁ, one who eats delicacies, such as fish and other dainties, epicure, gourmet, Ar. Pax 810, Cephisod. 9, Antiph. 190.5, Eub. 88, Arist. EN 1118a32; ὀ. εἶ καὶ κνισολοιχός Sophil. 7, cf. X. Mem. 3.14.2 sq., Timae. 71; epithet of a fish, Oppian. H. 1.141; irreg. Attic Sup. ὀψοφαγίστατος X. Mem. 3.13.4, Poll. 6.37.

German (Pape)

[Seite 434] eigtl. bloße Zukost ohne Brot essend, vgl. Xen. Mem. 3, 14, 2 ff.; bes. feinere Speisen, Fische liebend, dah. leckerhaft, subst. das Leckermaul, der Schlemmer, Ar. Eccl. 781; Pol. 12, 24, 2; vgl. bes. Ath. VIII, 343 ff., 346 auch ein Apollo mit dem Beinamen ὀψοφάγος bei den Eleern erwähnt. – Superl. ὀψοφαγίστατος, Xen. Mem. 3, 13, 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
litt. qui mange des mets sans pain ; qui aime la bonne chère, friand, gourmet.
Étymologie: ὄψον, φαγεῖν.

Russian (Dvoretsky)

ὀψοφάγος: (ᾰ) (superl. ὀψοφαγίστατος) падкий до изысканных кушаний, лакомка Xen., Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ὀψοφάγος: [ᾰ], ὁ, ὁ ἐσθίων ἄνευ ἄρτου ἐδέσματα μετ’ ἄρτου ἐσθιόμενα, οἷον ἰχθῦς καὶ ἄλλα τοιαῦτα προσφάγια, ὁ δειπνῶν πολυτελῶς, λαίμαργος, ὁ ἀγαπῶν ἐμμανῶς τὰ καλὰ φαγητά, μάλιστα τοὺς ἰχθῦς, Ἀριστοφ. Εἰρ. 810, Κηφισόδωρος ἐν «Ὑὶ» 3, Ἀντιφάνης ἐν «Πλουσίοις» 1. 5, Εὔβουλος ἐν «Πορνοβοσκῷ» 1· ὀψοφάγος εἶ καὶ κνισολοῖχος (ἢ -οιχὸς) Σώφιλος ἐν «Φιλάρχῳ» 2. πρβλ. ἐπὶ πᾶσι Ξεν. Ἀπομν. 3. 14, 2 κ.ἑξ., Τίμαι. 71. - Ἀνώμαλ. Ἀττ. ὑπερθ. ὀψοφαγίστατος, Ξεν. Ἀπομν. 3. 13, 4, Πολυδ. Ϛ΄, 37. ΙΙ. ὄνομα ἰχθύος, Ὀππ. Ἀλ. 1. 141.

Greek Monolingual

ὀψοφάγος, ὁ (Α)
1. αυτός που τρώει χωρίς ψωμί εδέσματα τα οποία συνήθως συνοδεύονται με ψωμί, ο λαίμαργος
2. αυτός που του αρέσουν υπερβολικά τα καλά φαγητά, καλοφαγάς
3. ονομασία ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄψον «τροφή, έδεσμα» + -φάγος (< θ. φάγ-, πρβλ. -φαγ-ον, αόρ. β' του ἐσθίω), πρβλ. χορτοφάγος.

Greek Monotonic

ὀψοφάγος: [ᾰ], ὁ (φαγεῖν), αυτός που τρώει τρόφιμα που θεωρούνται ότι πρέπει να τρώγονται μαζί με ψωμί, όπως ψάρι καιλιχουδιές, λιχούδης, επικούρειος, τρυφηλός, σε Αριστοφ., Ξεν.· ανώμ. υπερθ. ὀψοφαγίστατος, σε Ξεν.

Middle Liddell

ὀψο-φᾰ́γος, ὁ, φαγεῖν
one who eats things meant to be only eaten with bread, such as fish and dainties, a dainty fellow, epicure, gourmand, Ar., Xen.:— irreg. Sup. ὀψοφαγίστατος Xen.