ἀμφιμάχομαι: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=ἀμφιμάχομαι
|Full diacritics=ἀμφιμᾰ́χομαι
|Medium diacritics=ἀμφιμάχομαι
|Medium diacritics=ἀμφιμάχομαι
|Low diacritics=αμφιμάχομαι
|Low diacritics=αμφιμάχομαι
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=amfimachomai
|Transliteration C=amfimachomai
|Beta Code=a)mfima/xomai
|Beta Code=a)mfima/xomai
|Definition=[ᾰ], Ep. Verb, only pres and impf.,<br><span class="bld">A</span> [[fight round]]:<br><span class="bld">1</span> c. acc., [[assail]], [[besiege]], Ἴλιον ἀμφεμάχοντο Il.6.461; Τρώων πόλιν 9.412; [[στρατός|στρατόν]] 16.73.<br><span class="bld">2</span> c. gen., [[fight for]], as for a prize, of [[defender]]s and [[assailant]]s, τείχεος ἀμφεμάχοντο 15.391; νέκυος δὲ δὴ ἀ. 18.20; χώρας ''SIG''527.151 (Dreros, iii B. C.).
|Definition=[ᾰ], Ep. Verb, only pres and impf.,<br><span class="bld">A</span> [[fight round]]:<br><span class="bld">1</span> c. acc., [[assail]], [[besiege]], Ἴλιον ἀμφεμάχοντο Il.6.461; Τρώων πόλιν 9.412; [[στρατός|στρατόν]] 16.73.<br><span class="bld">2</span> c. gen., [[fight for]], as for a [[prize]], of [[defender]]s and [[assailant]]s, τείχεος ἀμφεμάχοντο 15.391; νέκυος δὲ δὴ ἀ. 18.20; χώρας ''SIG''527.151 (Dreros, iii B. C.).
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 17:51, 15 April 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιμᾰ́χομαι Medium diacritics: ἀμφιμάχομαι Low diacritics: αμφιμάχομαι Capitals: ΑΜΦΙΜΑΧΟΜΑΙ
Transliteration A: amphimáchomai Transliteration B: amphimachomai Transliteration C: amfimachomai Beta Code: a)mfima/xomai

English (LSJ)

[ᾰ], Ep. Verb, only pres and impf.,
A fight round:
1 c. acc., assail, besiege, Ἴλιον ἀμφεμάχοντο Il.6.461; Τρώων πόλιν 9.412; στρατόν 16.73.
2 c. gen., fight for, as for a prize, of defenders and assailants, τείχεος ἀμφεμάχοντο 15.391; νέκυος δὲ δὴ ἀ. 18.20; χώρας SIG527.151 (Dreros, iii B. C.).

Spanish (DGE)

• Prosodia: [-ᾰ-]
1 luchar en torno a, sitiar c. ac. Ἴλιον Il.6.461, cf. 9.412, στρατόν Il.16.73
abs. ἤν πως ἐνθάδε πουλὺν ἔτι χρόνον ἀμφιμάχωνται Q.S.10.32.
2 c. gen. luchar, pelear por τείχεος Il.15.391, νέκυος Il.18.20, ἕνεκα τᾶς χώρας ἁμᾶς, τᾶς ἀμφιμαχόμεθα ICr.1.9.1.151 (Drero III/II a.C.)
c. dat. ἀλλά οἱ ἀμφεμάχοντο Q.S.3.220
c. prep. ἀμφιμάχονται ἄστυ περὶ σφέτερον Q.S.12.64.

German (Pape)

[Seite 141] (s. μάχομαι), umkämpfen, um etwas kämpfen, Ἴλιον Il. 6, 461, πόλιν 9, 412, στρατόν 16, 73, νῆσον 18, 208; auch mit dem gen., τείχεος 15, 391, νέκυος 18, 20, 16, 496. 533 Σαρπηδόνος ἀμφιμάχεσθαι vgl. Scholl. Aristonic.; vgl. ἀμφὶ νέκυι μάχωμαι 16, 526.

French (Bailly abrégé)

impf. 3ᵉ pl. ἀμφεμάχοντο;
1 combattre autour de, acc.;
2 combattre pour, au sujet de, gén..
Étymologie: ἀμφί, μάχομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφιμάχομαι: сражаться вокруг, осаждать, штурмовать, атаковать (πόλιν, στρατόν Hom.): ἀ. τινος Hom. вести бой из-за кого(чего)-л.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιμάχομαι: [ᾰ], Ἐπ. Ἀποθ., ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστῶτα καὶ παρατ., μάχομαι ὁλόγυρα. 1) μ. αἰτ. = προσβάλλω, ἐφορμῶ, πολιορκῶ, Ἴλιον ἀμφεμάχοντο Ἰλ. Ζ. 461· Τρώων πόλιν Ι. 412· στρατὸν ΙΙ. 73. 2) μ. γεν. = μάχομαι περί τινος, ὡς π.χ. περὶ βραβείου, ἐπί τε τῶν ὑπερασπιζόντων καὶ τῶν ἐπιπιπτόντων, τείχεος ἀμφεμάχοντο Ο. 391· νέκυος δὲ δὴ ἀμφ. Σ. 20.

English (Autenrieth)

fight around or for; πόλιν, Il. 9.412; νέκυος, τείχεος (as for a prize), Il. 15.391. (Il.)

Greek Monolingual

ἀμφιμάχομαι (Α)
1. επιτίθεμαι με δριμύτητα, πολιορκώ
2. μάχομαι για την υπεράσπιση ή απόκτηση ενός πράγματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + μάχομαι.

Greek Monotonic

ἀμφιμάχομαι: [ᾰ], αποθ., μόνο στον ενεστ. και παρατ., παλεύω γύρω από·
1. με αιτ., προσβάλλω, εφορμώ, πολιορκώ, σε Ομήρ. Ιλ.
2. με γεν., παλεύω για, αγωνίζομαι, στο ίδ.

Middle Liddell


1. Dep., only in pres. and imperf., to fight round:
1. c. acc. to besiege, Il.
2. c. gen. to fight for, Il.