σύνδεση: Difference between revisions
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
(39) |
mNo edit summary |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[σύνδεσις]], -έσεως, ΝΜΑ [[συνδέω]]<br />η [[ενέργεια]] του [[συνδέω]], [[ένωση]] δύο ή περισσότερων πραγμάτων, [[συνένωση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συγκράτηση]], [[συνοχή]]<br /><b>2.</b> <b>βιολ.</b> η [[αλληλεξάρτηση]] τών γονιδίων που προκύπτει από την [[κατανομή]] και τη [[θέση]] τους [[πάνω]] στα χρωματοσώματα και η οποία μπορεί να [[είναι]] ολική, [[οπότε]] συνεπάγεται την [[έλξη]] τών γονιδίων [[κατά]] την [[σύναψη]], ή μερική, [[οπότε]] συνεπάγεται την [[ανταλλαγή]] τους<br /><b>3.</b> <b>τηλεπ.</b> [[τρόπος]] επικοινωνίας [[μεταξύ]] δύο απομακρυσμένων σημείων (α. «ραδιοηλεκτρική [[σύνδεση]]» β. «τηλεγραφική [[σύνδεση]]»)<br /><b>4.</b> <b>(φιλοσ.)</b> ο αλληλοκαθορισμός τών φαινομένων στον χώρο και στον χρόνο<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ενέργεια]] σύνδεσης»<br /><b>φυσ.</b> η [[ποσότητα]] της ενέργειας που απαιτείται για την [[απομάκρυνση]] ενός σωματιδίου από ένα [[σύστημα]] σωματιδίων ή και για τον πλήρη διαχωρισμό όλων τών σωματιδίων ενός συστήματος<br />β) «[[σύνδεση]] σήματος»<br />(γεωδ.-τοπ.) ο [[προσδιορισμός]] της απόστασης και διεύθυνσης του σήματος με αρκετή [[ακρίβεια]], ώστε να γίνεται με [[ευχέρεια]] η επανεύρεσή του<br />γ) «[[σύνδεση]] ποταμού» ή «[[σύνδεση]] τών ακτών» — [[τοποθέτηση]] ή [[κατασκευή]] γέφυρας<br />δ) «αεροπορική [ή ατμοπλοϊκή] [[σύνδεση]]» — δρομολόγηση συγκοινωνιακών μέσων<br />ε) «τηλεφωνική [[σύνδεση]]» — [[τοποθέτηση]] τηλεφωνικών γραμμών για την τηλεφωνική [[επικοινωνία]], [[κλήση]] ενός αριθμού μέσω του τηλεφωνικού κέντρου<br />στ) «[[σύνδεση]] εν παραλλήλῳ» ή «παράλληλη [[σύνδεση]]»<br /><b>(ηλεκτρ.)</b> <b>βλ.</b> [[συνδεσμολογία]]<br />ζ) «[[σύνδεση]] εν σειρᾴ» | |mltxt=η / [[σύνδεσις]], -έσεως, ΝΜΑ [[συνδέω]]<br />η [[ενέργεια]] του [[συνδέω]], [[ένωση]] δύο ή περισσότερων πραγμάτων, [[συνένωση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συγκράτηση]], [[συνοχή]]<br /><b>2.</b> <b>βιολ.</b> η [[αλληλεξάρτηση]] τών γονιδίων που προκύπτει από την [[κατανομή]] και τη [[θέση]] τους [[πάνω]] στα χρωματοσώματα και η οποία μπορεί να [[είναι]] ολική, [[οπότε]] συνεπάγεται την [[έλξη]] τών γονιδίων [[κατά]] την [[σύναψη]], ή μερική, [[οπότε]] συνεπάγεται την [[ανταλλαγή]] τους<br /><b>3.</b> <b>τηλεπ.</b> [[τρόπος]] επικοινωνίας [[μεταξύ]] δύο απομακρυσμένων σημείων (α. «ραδιοηλεκτρική [[σύνδεση]]» β. «τηλεγραφική [[σύνδεση]]»)<br /><b>4.</b> <b>(φιλοσ.)</b> ο αλληλοκαθορισμός τών φαινομένων στον χώρο και στον χρόνο<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ενέργεια]] σύνδεσης»<br /><b>φυσ.</b> η [[ποσότητα]] της ενέργειας που απαιτείται για την [[απομάκρυνση]] ενός σωματιδίου από ένα [[σύστημα]] σωματιδίων ή και για τον πλήρη διαχωρισμό όλων τών σωματιδίων ενός συστήματος<br />β) «[[σύνδεση]] σήματος»<br />(γεωδ.-τοπ.) ο [[προσδιορισμός]] της απόστασης και διεύθυνσης του σήματος με αρκετή [[ακρίβεια]], ώστε να γίνεται με [[ευχέρεια]] η επανεύρεσή του<br />γ) «[[σύνδεση]] ποταμού» ή «[[σύνδεση]] τών ακτών» — [[τοποθέτηση]] ή [[κατασκευή]] γέφυρας<br />δ) «αεροπορική [ή ατμοπλοϊκή] [[σύνδεση]]» — δρομολόγηση συγκοινωνιακών μέσων<br />ε) «τηλεφωνική [[σύνδεση]]» — [[τοποθέτηση]] τηλεφωνικών γραμμών για την τηλεφωνική [[επικοινωνία]], [[κλήση]] ενός αριθμού μέσω του τηλεφωνικού κέντρου<br />στ) «[[σύνδεση]] εν παραλλήλῳ» ή «παράλληλη [[σύνδεση]]»<br /><b>(ηλεκτρ.)</b> <b>βλ.</b> [[συνδεσμολογία]]<br />ζ) «[[σύνδεση]] εν σειρᾴ»<br /><b>(ηλεκτρ.)</b> <b>βλ.</b> [[συνδεσμολογία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[πύκνωση]] ρευστού μίγματος, το [[πήξιμο]]<br /><b>2.</b> (για [[κείμενο]]) η [[συνέχεια]]<br /><b>3.</b> [[σύσφιγξη]] («[[σύνδεσις]] τοῦ δέρματος», Ιπποκρ.)<br /><b>4.</b> <b>γραμμ.</b> η καθ' [[υπόταξη]] [[σύνταξη]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:24, 22 April 2023
Greek Monolingual
η / σύνδεσις, -έσεως, ΝΜΑ συνδέω
η ενέργεια του συνδέω, ένωση δύο ή περισσότερων πραγμάτων, συνένωση
νεοελλ.
1. συγκράτηση, συνοχή
2. βιολ. η αλληλεξάρτηση τών γονιδίων που προκύπτει από την κατανομή και τη θέση τους πάνω στα χρωματοσώματα και η οποία μπορεί να είναι ολική, οπότε συνεπάγεται την έλξη τών γονιδίων κατά την σύναψη, ή μερική, οπότε συνεπάγεται την ανταλλαγή τους
3. τηλεπ. τρόπος επικοινωνίας μεταξύ δύο απομακρυσμένων σημείων (α. «ραδιοηλεκτρική σύνδεση» β. «τηλεγραφική σύνδεση»)
4. (φιλοσ.) ο αλληλοκαθορισμός τών φαινομένων στον χώρο και στον χρόνο
5. φρ. α) «ενέργεια σύνδεσης»
φυσ. η ποσότητα της ενέργειας που απαιτείται για την απομάκρυνση ενός σωματιδίου από ένα σύστημα σωματιδίων ή και για τον πλήρη διαχωρισμό όλων τών σωματιδίων ενός συστήματος
β) «σύνδεση σήματος»
(γεωδ.-τοπ.) ο προσδιορισμός της απόστασης και διεύθυνσης του σήματος με αρκετή ακρίβεια, ώστε να γίνεται με ευχέρεια η επανεύρεσή του
γ) «σύνδεση ποταμού» ή «σύνδεση τών ακτών» — τοποθέτηση ή κατασκευή γέφυρας
δ) «αεροπορική [ή ατμοπλοϊκή] σύνδεση» — δρομολόγηση συγκοινωνιακών μέσων
ε) «τηλεφωνική σύνδεση» — τοποθέτηση τηλεφωνικών γραμμών για την τηλεφωνική επικοινωνία, κλήση ενός αριθμού μέσω του τηλεφωνικού κέντρου
στ) «σύνδεση εν παραλλήλῳ» ή «παράλληλη σύνδεση»
(ηλεκτρ.) βλ. συνδεσμολογία
ζ) «σύνδεση εν σειρᾴ»
(ηλεκτρ.) βλ. συνδεσμολογία
αρχ.
1. η πύκνωση ρευστού μίγματος, το πήξιμο
2. (για κείμενο) η συνέχεια
3. σύσφιγξη («σύνδεσις τοῦ δέρματος», Ιπποκρ.)
4. γραμμ. η καθ' υπόταξη σύνταξη.