τόθεν: Difference between revisions
Ῥοπή ‘στιν ἡμῶν ὁ βίος, ὥσπερ ὁ ζυγός → Paulo momento, ut trutina, vita impellitur → Wie eine Waage hält das Leben Gleichgewicht
m (Text replacement - ", -θεν." to ", -θεν.") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> (<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> (ως [[απόκριση]] στο ερωτ. [[πόθεν]] και στο αναφ. [[ὅθεν]]) από [[εκεί]]<br /><b>2.</b> όθεν («[[τόθεν]] οὐκ ἔστιν [[ὑπὲρ]] θνατὸν ἀλύξαντα φυγεῖν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[έκτοτε]]<br /><b>4.</b> εκ τούτου, γι' αυτό («Δρεπάνη [[πόθεν]] ἐκλήϊσται», Απολλ. Ρόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίρρ. έχει σχηματιστεί από το θ. <i>το</i>- (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>to</i>- / <i>t</i><i>ā</i>-) που εμφανίζεται στο ουδ. το του άρθρου (<b>βλ. λ.</b> <i>ο</i>, <i>η</i>, <i>το</i>) και στις δεικτικές αντωνυμίες (<b>πρβλ.</b> [[τοῖος]], [[τόσος]]) με επιρρμ. κατάλ -<i>θεν</i> (<b>πρβλ.</b> | |mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> (<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> (ως [[απόκριση]] στο ερωτ. [[πόθεν]] και στο αναφ. [[ὅθεν]]) από [[εκεί]]<br /><b>2.</b> όθεν («[[τόθεν]] οὐκ ἔστιν [[ὑπὲρ]] θνατὸν ἀλύξαντα φυγεῖν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[έκτοτε]]<br /><b>4.</b> εκ τούτου, γι' αυτό («Δρεπάνη [[πόθεν]] ἐκλήϊσται», Απολλ. Ρόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίρρ. έχει σχηματιστεί από το θ. <i>το</i>- (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>to</i>- / <i>t</i><i>ā</i>-) που εμφανίζεται στο ουδ. το του άρθρου (<b>βλ. λ.</b> <i>ο</i>, <i>η</i>, <i>το</i>) και στις δεικτικές αντωνυμίες (<b>πρβλ.</b> [[τοῖος]], [[τόσος]]) με επιρρμ. κατάλ -<i>θεν</i> (<b>πρβλ.</b> [[ὅθεν]], [[πόθεν]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 08:20, 8 May 2023
English (LSJ)
poet. Adv., answering to relat. ὅθεν and interrog. πόθεν (from το-, Demonstr. stem):—A thence, Hes.Sc.32; Δρεπάνη τόθεν ἐκλήϊσται thence it is called D., A.R.4.990. 2 for ὅθεν, A.Pers. 99 (lyr.). II thereafter, thereupon, Id.Ag.220 (lyr.); also ἐκ τόθεν, ἐξότε . . from the day when... A.R.4.520.
German (Pape)
[Seite 1123] adv. demonstr., dem Frageworte πόθεν entsprechend, von daher, von dort; Hes. Sc. 32; Pind. N. 9, 17, v.l., Boeckh; τόθεν τὸ παντότολμον φρονεῖν μετέγνω, Aesch. Ag. 213. – Auch = daher, deshalb, deswegen, Ap. Rh. 4, 990. – Auch für das relat., wie man erklärt Aesch. Pers. 100.
French (Bailly abrégé)
I. adv. démonstr. corrél. de πόθεν, ποθέν et ὅθεν :
1 de là;
2 d'après cela, par suite;
II. adv. relat. c. ὅθεν : d'où.
Étymologie: th. démonstr. το-, -θεν.
Russian (Dvoretsky)
τόθεν: adv. relat. откуда или оттуда Hes., Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
τόθεν: ποιητ. ἐπίρρ., ἀνταποκρινόμενον πρὸς τὸ ἀναφ. ὅθεν καὶ τὸ ἐρώτημ. πόθεν; (πάντα δὲ ταῦτα ἦσαν κυρίως ἀρχαῖοι τύποι γενικῆς τῶν: ὅ, ὅς, *πός;)· ― ἐκεῖθεν, τόθεν αὖτις Φίκιον ἀκρότατον προσεβήσατο μητίετα Ζεὺς Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 32. 2) ἀντὶ τοῦ ὅθεν, Böchk διάφ. γραφ. ἐν Πινδ. Ν. 9. 18 (40), Αἰσχύλ. Πέρσ. 100. ΙΙ. ἔκτοτε, ὡς τὸ ἐκ τούτου, τόθεν τὸ πάντολμον φρονεῖν μετέγνω Αἰσχύλ. Ἀγ. 220· Δρεπάνην τόθεν ἐκλήϊσται Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 990· ὡσαύτως, ἐκ τόθεν ἢ ἔκτοθεν, αὐτόθι 520.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. (ποιητ. τ.)
1. (ως απόκριση στο ερωτ. πόθεν και στο αναφ. ὅθεν) από εκεί
2. όθεν («τόθεν οὐκ ἔστιν ὑπὲρ θνατὸν ἀλύξαντα φυγεῖν», Αισχύλ.)
3. έκτοτε
4. εκ τούτου, γι' αυτό («Δρεπάνη πόθεν ἐκλήϊσται», Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. έχει σχηματιστεί από το θ. το- (< ΙΕ ρίζα to- / tā-) που εμφανίζεται στο ουδ. το του άρθρου (βλ. λ. ο, η, το) και στις δεικτικές αντωνυμίες (πρβλ. τοῖος, τόσος) με επιρρμ. κατάλ -θεν (πρβλ. ὅθεν, πόθεν)].
Greek Monotonic
τόθεν: ποιητ. επίρρ. ανάλογο του αναφορ. ὅθεν (ήταν αρχαίος τύπος γεν. του ὁ)· απ' όπου,
I. 1. από εδώ, όθεν, σε Ησίοδ.
2. αντί του αναφ. ὅθεν, σε Αισχύλ.
II. έκτοτε, στον ίδ.
Middle Liddell
I. antecedent to relat. ὅθεν (being an old gen. of ὁ);— hence, thence, Hes.
2. for relat. ὅθεν, Aesch.
II. thereafter, thereupon, Aesch.