πολυφάρμακος: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 $2 <i>")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που γνωρίζει [[πολλά]] φάρμακα ή βότανα<br /><b>2.</b> αυτός που γνωρίζει [[πολλά]] μαγικά φίλτρα ή πολλές γητειές («Κίρκης ἵζεσθαι πολυφαρμάκου ἐς [[δῶμα]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> (για χώρες ή τόπους) αυτός που παρουσιάζει [[αφθονία]] θεραπευτικών ή δηλητηριωδών βοτάνων («Τυρρηνία [[πολυφάρμακος]]», Θεόφρ.)<br /><b>4.</b> ο παραδεδομένος στη [[χρήση]] τών φαρμάκων, αυτός που κάνει [[κατάχρηση]] φαρμάκων<br /><b>5.</b> αυτός που σύγκειται από [[πολλά]] φάρμακα ή δηλητήρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[φάρμακον]] (<b>πρβλ.</b> <i>φιλο</i>-[[φάρμακος]])].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που γνωρίζει [[πολλά]] φάρμακα ή βότανα<br /><b>2.</b> αυτός που γνωρίζει [[πολλά]] μαγικά φίλτρα ή πολλές γητειές («Κίρκης ἵζεσθαι πολυφαρμάκου ἐς [[δῶμα]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> (για χώρες ή τόπους) αυτός που παρουσιάζει [[αφθονία]] θεραπευτικών ή δηλητηριωδών βοτάνων («Τυρρηνία [[πολυφάρμακος]]», Θεόφρ.)<br /><b>4.</b> ο παραδεδομένος στη [[χρήση]] τών φαρμάκων, αυτός που κάνει [[κατάχρηση]] φαρμάκων<br /><b>5.</b> αυτός που σύγκειται από [[πολλά]] φάρμακα ή δηλητήρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[φάρμακον]] ([[πρβλ]]. [[φιλοφάρμακος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 15:02, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυφάρμᾰκος Medium diacritics: πολυφάρμακος Low diacritics: πολυφάρμακος Capitals: ΠΟΛΥΦΑΡΜΑΚΟΣ
Transliteration A: polyphármakos Transliteration B: polypharmakos Transliteration C: polyfarmakos Beta Code: polufa/rmakos

English (LSJ)

ον, A knowing many drugs or charms, ἰητροί Il.16.28; Κίρκη Od.10.276; Παιών Sol.13.57; of Medea, A.R. 3.27. 2 given to the use of drugs, Gal.10.169. 3 of countries, abounding in healing or poisonous herbs, Τυρρηνία Thphr.HP9.15.1. 4 compounded of many drugs, δυνάμεις Plu.2.408b, Gal.13.365.

German (Pape)

[Seite 675] viele Heilmittel od. Zaubermittel habend, vieler Heil- od. Zaubermittel kundig; ἰητροί, Il. 16, 28; Κίρκη, Od. 10, 276; Παιών, Solon 4, 57. – Uebh. reich an heilsamen oder giftigen Kräutern; aus vielen Heilmitteln oder Giften bestehend, Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 abondant en remèdes ou en poisons;
2 habile à connaître ou à employer les remèdes ou les poisons.
Étymologie: πολύς, φάρμακον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυφάρμακος -ον [πολύς, φάρμακον] deskundig in veel geneesmiddelen of tovermiddelen:. ἰητροὶ πολυφάρμακοι artsen die veel middelen kennen Il. 16.28.

Russian (Dvoretsky)

πολυφάρμᾰκος:
1 знакомый со многими снадобьями (ἰητροί, Κίρκη Hom.);
2 целительный, целебный (δύναμις Plut.).

English (Autenrieth)

skilled in drugs, Il. 16.28, Od. 10.276.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που γνωρίζει πολλά φάρμακα ή βότανα
2. αυτός που γνωρίζει πολλά μαγικά φίλτρα ή πολλές γητειές («Κίρκης ἵζεσθαι πολυφαρμάκου ἐς δῶμα», Ομ. Οδ.)
3. (για χώρες ή τόπους) αυτός που παρουσιάζει αφθονία θεραπευτικών ή δηλητηριωδών βοτάνων («Τυρρηνία πολυφάρμακος», Θεόφρ.)
4. ο παραδεδομένος στη χρήση τών φαρμάκων, αυτός που κάνει κατάχρηση φαρμάκων
5. αυτός που σύγκειται από πολλά φάρμακα ή δηλητήρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + φάρμακον (πρβλ. φιλοφάρμακος)].

Greek Monotonic

πολῠφάρμᾰκος: -ον, αυτός που γνωρίζει πολλά φάρμακα ή μαγικά φίλτρα, σε Όμηρ.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠφάρμᾰκος: -ον, ὁ γινώσκων πολλὰ φάρμακα ἢ πολλὰς γοητείας, ἰητροὶ Ἰλ. Π. 28· Κίρκη Ὀδ. Κ. 276· Παιὼν Σόλων 12. 57· ― ἐπὶ χωρῶν ἢ τόπων, ὁ ἔχων ἀφθονίαν ἰαματικῶν ἢ δηλητηριωδῶν φαρμάκων, Τυρρηνία Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 15, 1· ὡσαύτως, δυνάμεις π. Πλούτ. 2. 408Β.

Middle Liddell

πολῠ-φάρμᾰκος, ον,
knowing many drugs or charms, Hom.