περιαγωγεύς: Difference between revisions
ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α<br />[[μηχανή]] την οποία χρησιμοποιούσαν στα πλοία για [[ανέλκυση]] τών αγκυρών και, γενικά, βαρών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[αγωγεύς]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγωγεύς]] <span style="color: red;"><</span> [[ἀγωγός]]), | |mltxt=ὁ, Α<br />[[μηχανή]] την οποία χρησιμοποιούσαν στα πλοία για [[ανέλκυση]] τών αγκυρών και, γενικά, βαρών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[αγωγεύς]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγωγεύς]] <span style="color: red;"><</span> [[ἀγωγός]]), [[πρβλ]]. [[καταγωγεύς]], [[παραγωγεύς]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 16:40, 9 May 2023
English (LSJ)
έως, ὁ, windlass, capstan, winch, pulley, Luc.Nav.5.
German (Pape)
[Seite 568] ὁ, der Herumführende; auch eine Maschine zum Umdrehen, Luc. navig. 5.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
machine pour faire tourner, treuil.
Étymologie: περιάγω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιαγωγεύς -έως, ὁ [περιάγω] marit., windas, lier.
Russian (Dvoretsky)
περιᾰγωγεύς: έως ὁ ворот (для вращения) Luc.
Greek Monolingual
ὁ, Α
μηχανή την οποία χρησιμοποιούσαν στα πλοία για ανέλκυση τών αγκυρών και, γενικά, βαρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -αγωγεύς (< ἀγωγεύς < ἀγωγός), πρβλ. καταγωγεύς, παραγωγεύς].
Greek Monotonic
περιᾰγωγεύς: ὁ, εργάτης για την περιστροφή της άγκυρας, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
περιᾰγωγεύς: ὁ, μηχανή τις πρὸς περιστροφὴν χρήσιμος, ἡ δι’ ἧς ἀνασύρεται ἡ ἄγκυρα, κοινῶς «μποζεργάτης», Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 5.
Translations
pulley
Arabic: مَنْجُور; Armenian: ճախարակ; Basque: txirrika, polea; Bulgarian: макара, скрипец; Catalan: politja, corriola; Chinese Mandarin: 滑車, 滑车, 滑輪, 滑轮; Czech: kladka; Danish: trisse; Dutch: katrol; Esperanto: pulio; Finnish: väkipyörä, pylpyrä; French: poulie; Georgian: ჭოჭონაქი; German: Rolle; Greek: τροχαλία; Ancient Greek: ἀντίσπαστος, ἀντίον, ἄσπαστον, ἀνασπαστήριον, ἀρτέμων, ἀρτέμων, ἐπιδρομίς, μάγγανον, ὀνίσκος, ὄνος, περιαγωγεύς, τροχαλία, τροχαρέα, τροχελλέα, τροχηλιά, τροχηλία, τροχιλεία, τροχιλεῖον, τροχιλία, τροχιλίδιον, τροχιλίη, τροχιλλέα; Hebrew: גלגלת; Hungarian: csiga; Icelandic: trissa, talía; Indonesian: katrol; Irish: ulóg, puilín; Italian: carrucola, puleggia; Japanese: 滑車; Khmer: រ៉ក; Korean: 도르래; Latin: trochlea; Maori: tauru; Mon: ရံက်; Norwegian Bokmål: trinse, trisse; Papiamentu: katròl; Portuguese: roldana; Romanian: scripete; Russian: блок, шкив; Serbo-Croatian Cyrillic: чекрк; Roman: čekrk; Slovak: kladka; Slovene: škripec; Spanish: polea, roldana; Swedish: trissa; Tagalog: tangkalag, kalo; Telugu: కప్పీ, గిలక; Thai: รอก; Turkish: makara; Vietnamese: ròng rọc