σιδεύνης: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />(λακων. λ.) [[έφηβος]] ηλικίας [[δεκαπέντε]] ή [[δεκαέξι]] ετών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά μία [[άποψη]], πρόκειται για [[παρωνύμιο]] σχηματισμένο από [[σίδη]] «[[ροδιά]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>εύνης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[εὐνή]] «[[κλίνη]]»), <b>πρβλ.</b> <i>χλο</i>-<i>εύνης</i>].
|mltxt=ὁ, Α<br />(λακων. λ.) [[έφηβος]] ηλικίας [[δεκαπέντε]] ή [[δεκαέξι]] ετών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά μία [[άποψη]], πρόκειται για [[παρωνύμιο]] σχηματισμένο από [[σίδη]] «[[ροδιά]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>εύνης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[εὐνή]] «[[κλίνη]]»), [[πρβλ]]. [[χλοεύνης]]].
}}
}}

Revision as of 11:50, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σιδεύνης Medium diacritics: σιδεύνης Low diacritics: σιδεύνης Capitals: ΣΙΔΕΥΝΗΣ
Transliteration A: sideúnēs Transliteration B: sideunēs Transliteration C: sideynis Beta Code: sideu/nhs

English (LSJ)

ου, ὁ, Lacon. word, a boy in his fifteenth or sixteenth year, Phot. s.v. συνέφηβος.

German (Pape)

[Seite 879] ὁ, dor. Wort, ein Knabe gegen 15 od. 16 Jahre alt, Phot. = ἔφηβος, s. O. Müller Dorier II p. 301.

Greek (Liddell-Scott)

σιδεύνης: -ου, ὁ, Λακων. λέξις, παῖς ἡλικίας δεκαπέντεδέκα ἓξ ἐτῶν, Φώτ.· ἴδε Müller Dorians 4. 5, § 2.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(λακων. λ.) έφηβος ηλικίας δεκαπέντε ή δεκαέξι ετών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, πρόκειται για παρωνύμιο σχηματισμένο από σίδη «ροδιά» + -εύνης (< εὐνή «κλίνη»), πρβλ. χλοεύνης].