ὁμῆλιξ: Difference between revisions

From LSJ

πολιτεύω πόλεμον ἐκ πολέμου → make perpetual war the principle of government

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1 $2 ;")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, η (ΑΜ [[ὁμῆλιξ]], Α και [[ὁμοῆλιξ]], και αιολ. τ. ὐμᾱλιξ)<br />([[ιδίως]] για νεαρά άτομα) αυτός που έχει την [[ίδια]] [[ηλικία]] με κάποιον [[άλλο]], ο [[συνομήλικος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> αυτός που έχει το ίδιο [[ανάστημα]] με κάποιον [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἧλιξ]] «[[συνομήλικος]]» (<b>πρβλ.</b> <i>ισ</i>-[[ήλιξ]])].
|mltxt=ο, η (ΑΜ [[ὁμῆλιξ]], Α και [[ὁμοῆλιξ]], και αιολ. τ. ὐμᾱλιξ)<br />([[ιδίως]] για νεαρά άτομα) αυτός που έχει την [[ίδια]] [[ηλικία]] με κάποιον [[άλλο]], ο [[συνομήλικος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> αυτός που έχει το ίδιο [[ανάστημα]] με κάποιον [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἧλιξ]] «[[συνομήλικος]]» ([[πρβλ]]. [[ισήλιξ]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 15:00, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμῆλιξ Medium diacritics: ὁμῆλιξ Low diacritics: ομήλιξ Capitals: ΟΜΗΛΙΞ
Transliteration A: homē̂lix Transliteration B: homēlix Transliteration C: omiliks Beta Code: o(mh=lic

English (LSJ)

Aeol. ὐμᾶλιξ Theoc.30.20 : ῐκος, ὁ, ἡ :—A of the same age, mostly of young persons, Od.15.197, 16.419, Hes.Op.444,447, Hdt. 1.99, E.Hipp.1098, etc.; of things, παραδοχὰς . . ὁμήλικας χρόνῳ Id.Ba.201. 2 as substantive, equal in age, comrade, νίψον σοῖο ἄνακτος ὁμήλικα (of an elderly man) Od.19.358; δάμαρτος τῆς ἐμῆς ὁ. E.Alc. 953. II of like stature, Luc.Pr.Im.13 : neut., ὁμήλικα ζῷα Apollon.Mir.17.

German (Pape)

[Seite 330] ικος, gleichaltrig, bes. von gleicher Jugend, Od. 15, 197. 16, 419 u. öfter; Hes. O. 446. 449; τῆσδε γῆς μοι ὁμήλικες, Eur. Hipp. 1098; Alc. 956 u. öfter; u. in späterer Prosa, wie Luc. pro imag. 13, auch übh. von gleicher Größe.

French (Bailly abrégé)

ήλικος (ὁ, ἡ)
1 de même âge ; compagnon;
2 de même grandeur.
Étymologie: ὁμός, ἧλιξ.

Russian (Dvoretsky)

ὁμῆλιξ: ῐκος adj.
1 одного возраста, ровесник (κάλλιστος τῶν ὁμηλίκων Plut.): ὁ. τινος Eur. одного возраста с кем-л.;
2 одинакового роста (ἄνθρωποι Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ὁμῆλιξ: ῐκος, ὁ, ἡ, ὁ τὴν αὐτὴν ἡλικίαν ἔχων, συνηλικιώτης, κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ νέων τὴν ἡλικίαν ἀνθρώπων, Ὀδ. Ο. 197, Π. 419, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 442, 445, Ἡρόδ. 1. 99, Εὐρ. Ἱππ. 1098, κτλ.· ἐπὶ πραγμάτων, ὁμ. χαίτη Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 8. 21· ― οὐδ., ὁμήλικα ζῷα Ἀπολλων. Ἱστ. Θαυμ. 17. 2) ὡς οὐσιαστ., ἄνθρωπος τῆς αὐτῆς ἡλικίας, σύντροφος, Λατ. aequalis, νίψον σοῖο ἄνακτος ὁμήλικα, ἔνθα τοῦτο λέγεται περὶ ἀνθρώπου πρεσβύτου, Ὀδ. Τ. 358· δάμαρτος τῆς ἐμῆς ὁμ. Εὐρ. Ἄλκ. 953. ΙΙ. ὁ ἔχων τὸ αὐτὸ ἀνάστημα, Λουκ. ὑπὲρ τῶν Εἰκόν. 13.

English (Autenrieth)

ικος: of like age; τινός, ‘withone, Od. 19.358.

Greek Monolingual

ο, η (ΑΜ ὁμῆλιξ, Α και ὁμοῆλιξ, και αιολ. τ. ὐμᾱλιξ)
(ιδίως για νεαρά άτομα) αυτός που έχει την ίδια ηλικία με κάποιον άλλο, ο συνομήλικος
αρχ.
ως επίθ. αυτός που έχει το ίδιο ανάστημα με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + ἧλιξ «συνομήλικος» (πρβλ. ισήλιξ)].

Greek Monotonic

ὁμῆλιξ: -ῐκος, ὁ, ἡ,
I. αυτός που έχει την ίδια ηλικία με κάποιον, συνομήλικος, λέγεται κυρίως για νέους, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.
2. ως ουσ., συνομήλικος, σύντροφος, Λατ. aequalis, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.
II. αυτός που έχει το ίδιο ανάστημα με κάποιον, σε Λουκ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: of the same age
See also: s. ἧλιξ.

Middle Liddell

ὁμ-ῆλιξ, ῐκος,
I. of the same age, mostly of young persons, Od., Hdt., etc.
2. as substantive an equal in age, comrade, Lat. aequalis, Od., Eur.
II. of like stature, Luc.

Frisk Etymology German

ὁμῆλιξ: {homē̃liks}
Meaning: gleichalterig
See also: s. ἧλιξ.
Page 2,386

English (Woodhouse)

contemporary, equal in age, one of the same age, one's equal

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=συνομήλικος). Ἀπό τό ὁμοῦ (=μαζί) τοῦ ὁμός + ἧλιξ. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό ὁμός.