πτῆμα: Difference between revisions
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
(2b) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=πτῆμα | |||
|Medium diacritics=πτῆμα | |||
|Low diacritics=πτήμα | |||
|Capitals=ΠΤΗΜΑ | |||
|Transliteration A=ptē̂ma | |||
|Transliteration B=ptēma | |||
|Transliteration C=ptima | |||
|Beta Code=pth=ma | |||
|Definition=-ατος, τό, [[flight]], Suid. | |||
}} | |||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0809.png Seite 809]] τό, der Flug, bei Suid. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0809.png Seite 809]] τό, der Flug, bei Suid. | ||
Line 6: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ήματος, τὸ, Μ<br />η [[πτήση]], το [[πέταγμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πτη</i>- (με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο [[φωνήεν]] της δισύλλαβης ρίζας <i>πετᾱ</i>- του [[πέτομαι]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i> ( | |mltxt=-ήματος, τὸ, Μ<br />η [[πτήση]], το [[πέταγμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πτη</i>- (με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο [[φωνήεν]] της δισύλλαβης ρίζας <i>πετᾱ</i>- του [[πέτομαι]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i> ([[πρβλ]]. [[τμήμα]])]. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |
Latest revision as of 16:05, 11 May 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, flight, Suid.
German (Pape)
[Seite 809] τό, der Flug, bei Suid.
Greek (Liddell-Scott)
πτῆμα: τό, πτῆσις, Σουΐδ.
Greek Monolingual
-ήματος, τὸ, Μ
η πτήση, το πέταγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πτη- (με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν της δισύλλαβης ρίζας πετᾱ- του πέτομαι) + κατάλ. -μα (πρβλ. τμήμα)].
Frisk Etymological English
πτηνός, πτῆσις See also: s. πέτομαι.
Frisk Etymology German
πτῆμα: πτηνός, πτῆσις
{ptē̃ma}
See also: s. πέτομαι.
Page 2,613