φρυαγματίας: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> ατίθασο [[άλογο]]<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> <b>μτφ.</b> [[αυθάδης]], [[αλαζονικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φρύαγμα]], -<i>άγματος</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>στιγματ</i>-<i>ίας</i>)].
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> ατίθασο [[άλογο]]<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> <b>μτφ.</b> [[αυθάδης]], [[αλαζονικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φρύαγμα]], -<i>άγματος</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίας</i> ([[πρβλ]]. [[στιγματίας]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φρυαγματίας:''' -ου, ὁ, ατίθασο [[άλογο]]· μεταφ. ως επίθ., [[αλαζόνας]], [[ακόλαστος]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''φρυαγματίας:''' -ου, ὁ, ατίθασο [[άλογο]]· μεταφ. ως επίθ., [[αλαζόνας]], [[ακόλαστος]], σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 16:48, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρυαγμᾰτίας Medium diacritics: φρυαγματίας Low diacritics: φρυαγματίας Capitals: ΦΡΥΑΓΜΑΤΙΑΣ
Transliteration A: phryagmatías Transliteration B: phryagmatias Transliteration C: fryagmatias Beta Code: fruagmati/as

English (LSJ)

ου, ὁ, A hot-tempered, of a horse, Hsch. s.v. πεδαωριστής. II metaph. as adjective, arrogant, wanton, βίος Plu. Ant.2.

German (Pape)

[Seite 1310] ὁ, ein schnaubendes, unbändiges, muthiges Roß; – übertr., ein übermüthiger Mensch; übh. als adj. wild, stolz, βίος, καὶ κομπώδης, Plut. Ant. 2.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
orgueilleux, arrogant ; fougueux (cheval).
Étymologie: φρύαγμα.

Russian (Dvoretsky)

φρυαγμᾰτίας: ου adj. m полный надменного презрения (βίος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

φρυαγμᾰτίας: -ου, ὁ, ἀδάμαστος καὶ ἀτίθασος καὶ ὑπερήφανος ἵππος, Ἡσύχ. ΙΙ. μεταφορ., ὡς ἐπίθετ., ἀλαζονικός, αὐθάδης, βίος Πλουτ. Ἀντών. 2.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. ατίθασο άλογο
2. ως επίθ. μτφ. αυθάδης, αλαζονικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρύαγμα, -άγματος + επίθημα -ίας (πρβλ. στιγματίας)].

Greek Monotonic

φρυαγματίας: -ου, ὁ, ατίθασο άλογο· μεταφ. ως επίθ., αλαζόνας, ακόλαστος, σε Πλούτ.