ῥιγηλός: Difference between revisions
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[ῥιγηλός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br />αυτός που ριγεί, που τρέμει από το [[κρύο]], ο [[τρεμουλιάρης]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που προκαλεί [[ρίγος]], [[φρίκη]] («ῥιγηλὸν [[ὄνειδος]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ῥιγηλῶς</i> Α<br />με [[ρίγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥῖγος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηλός</i> ( | |mltxt=-ή, -ό / [[ῥιγηλός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br />αυτός που ριγεί, που τρέμει από το [[κρύο]], ο [[τρεμουλιάρης]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που προκαλεί [[ρίγος]], [[φρίκη]] («ῥιγηλὸν [[ὄνειδος]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ῥιγηλῶς</i> Α<br />με [[ρίγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥῖγος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηλός</i> ([[πρβλ]]. [[σφριγηλός]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 17:00, 11 May 2023
English (LSJ)
ή, όν, A making to shudder, terrible, ὀϊστοί Hes.Sc.131; ὑλαγμός Nic.Al.220; ὄνειδος AP7.351 (Diosc.); ἀγών Nonn.D.37.149; ῥ. ναύταις ἐρίφων δύσις AP7.640 (Antip.). 2 of persons, susceptible to cold, Anon. ap. Suid. Adv. -λῶς Poll.5.111.
German (Pape)
[Seite 842] frostig, schaurig, Schauder, Schrecken verursachend; ὀϊστοί, Hes. Sc. 131; ὑλαγμός, Nic. Al. 220; a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui fait frissonner, terrible.
Étymologie: ῥῖγος.
Russian (Dvoretsky)
ῥῑγηλός: бросающий в холод, страшный (ὀϊστοί Hes.).
Greek (Liddell-Scott)
ῥῑγηλός: -ή, -όν, ὁ προξενῶν ῥῖγος, φρίκην, ὀϊστοὶ Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 131· οὕτως ἐν Νικ. Ἀλεξιφ. 220, κτλ.˙ ἐπὶ προσώπων, Ποιητὴς παρὰ Σουΐδ. -Ἐπίρρ. -λῶς, Πολυδ. Ε΄, 111.
Greek Monolingual
-ή, -ό / ῥιγηλός, -ή, -όν, ΝΜΑ
νεοελλ.-αρχ.
αυτός που ριγεί, που τρέμει από το κρύο, ο τρεμουλιάρης
μσν.-αρχ.
αυτός που προκαλεί ρίγος, φρίκη («ῥιγηλὸν ὄνειδος», Ανθ. Παλ.).
επίρρ...
ῥιγηλῶς Α
με ρίγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῖγος + κατάλ. -ηλός (πρβλ. σφριγηλός)].
Greek Monotonic
ῥῑγηλός: -ή, -όν, αυτός που προξενεί ρίγος, που προκαλεί τρεμούλα, φρίκη, τσουχτερός, παγερός, διαπεραστικός, ανατριχιαστικός, φρικτός, σε Ησίοδ.