Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

περίστυλος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=peristylos
|Transliteration C=peristylos
|Beta Code=peri/stulos
|Beta Code=peri/stulos
|Definition=ον,<br><span class="bld">A</span> [[surrounded with a colonnade]], [[αὐλή]] Hdt.2.148, 153, Muson.''Fr.''19p.108H., Aphth.''Prog.''12; δόμοι E.''Andr.''1099; [[σῦριγξ]] Callix.2; ναὸς στοαῖς… [[περίστυλος]] Paus.6.25.1.<br><span class="bld">II</span> Subst. [[περίστυλον|περίστῡλον]], τό, [[peristyle]], [[colonnade round a temple]] or [[colonnade round the court of a house]], [[LXX]] ''Ez.''42.3 (pl.), D.S.18.26, ''IG''5(2).268.50 (Mantinea, i B. C.), J.''BJ''1.21.11 (pl.); also, [[area surrounded by a colonnade]], [[LXX]] ''3 Ma.''5.23,al.:—so περίστῡλος, ὁ, D.S.1.48: gender indeterminate in ''IG''42(1).109ii 132, al. (Epid., pl.), Callix.2, Plb.10.27.10 (pl.), 15.25A.3, D.S.1.47, Plu.''Arat.''26, 2.586b.
|Definition=ον,<br><span class="bld">A</span> [[surrounded with a colonnade]], [[αὐλή]] Hdt.2.148, 153, Muson.''Fr.''19p.108H., Aphth.''Prog.''12; δόμοι E.''Andr.''1099; [[σῦριγξ]] Callix.2; ναὸς ἀρχαῖος στοαῖς ἐν κύκλῳ [[περίστυλος]] = an ancient temple surrounded with porticos and colonnades Paus.6.25.1.<br><span class="bld">II</span> Subst. [[περίστυλον|περίστῡλον]], τό, [[peristyle]], [[colonnade round a temple]] or [[colonnade round the court of a house]], [[LXX]] ''Ez.''42.3 (pl.), D.S.18.26, ''IG''5(2).268.50 (Mantinea, i B. C.), J.''BJ''1.21.11 (pl.); also, [[area surrounded by a colonnade]], [[LXX]] ''3 Ma.''5.23,al.:—so περίστῡλος, ὁ, D.S.1.48: gender indeterminate in ''IG''42(1).109ii 132, al. (Epid., pl.), Callix.2, Plb.10.27.10 (pl.), 15.25A.3, D.S.1.47, Plu.''Arat.''26, 2.586b.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=περίστυλος -ον &#91;[[περί]], [[στυλος]]] met een zuilengang omgeven; subst. ὁ περίστυλος zuilengang.
|elnltext=περίστυλος -ον &#91;[[περί]], [[στύλος]]] [[met een zuilengang omgeven]]; subst. ὁ περίστυλος [[zuilengang]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 11:38, 12 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίστυλος Medium diacritics: περίστυλος Low diacritics: περίστυλος Capitals: ΠΕΡΙΣΤΥΛΟΣ
Transliteration A: perístylos Transliteration B: peristylos Transliteration C: peristylos Beta Code: peri/stulos

English (LSJ)

ον,
A surrounded with a colonnade, αὐλή Hdt.2.148, 153, Muson.Fr.19p.108H., Aphth.Prog.12; δόμοι E.Andr.1099; σῦριγξ Callix.2; ναὸς ἀρχαῖος στοαῖς ἐν κύκλῳ περίστυλος = an ancient temple surrounded with porticos and colonnades Paus.6.25.1.
II Subst. περίστῡλον, τό, peristyle, colonnade round a temple or colonnade round the court of a house, LXX Ez.42.3 (pl.), D.S.18.26, IG5(2).268.50 (Mantinea, i B. C.), J.BJ1.21.11 (pl.); also, area surrounded by a colonnade, LXX 3 Ma.5.23,al.:—so περίστῡλος, ὁ, D.S.1.48: gender indeterminate in IG42(1).109ii 132, al. (Epid., pl.), Callix.2, Plb.10.27.10 (pl.), 15.25A.3, D.S.1.47, Plu.Arat.26, 2.586b.

German (Pape)

[Seite 595] mit Säulen außerhalb der Mauer oder mit einer Gallerie umgeben; αὐλή, Her. 2, 148. 153; δόμοι, Eur. Andr. 1100; vgl. Poll. 1, 78; subst., D. Sic. 1, 48.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
entouré de colonnes, d'une galerie ; τὸ περίστυλον, ὁ περίστυλος, ἡ περίστυλος péristyle, galerie ou colonnade autour d'un temple, d'une cour ou d'un édifice en gén.
Étymologie: περί, στῦλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίστυλος -ον [περί, στύλος] met een zuilengang omgeven; subst. ὁ περίστυλος zuilengang.

Russian (Dvoretsky)

περίστῡλος: II ὁ и ἡ перистиль, круговая колоннада Diod., Polyb.
окруженный колоннами (αὐλή Her.; δόμοι Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

περίστῡλος: -ον, ὁ ἔχων κύκλῳ στύλους, ὁ περιβαλλόμενος διὰ στύλων, αὐλὴ Ἡρόδ. 2. 148, 153· δόμοι Εὐρ. Ἀνδρ. 1099· ναὸς στοαῖς… περίστυλος Παυσ. 6. 24. 10. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., περίστυλον, τό, Λατ. peristylum ἢ -stylium, σειρὰ κιόνων πέριξ ναοῦ ἢ περὶ τὴν αὐλὴν οἰκίας, Διόδ. 18. 26, Πλούτ., κτλ.· ὡσαύτως ἐπὶ τόπου περιβαλλομένου ὑπὸ κιόνων, Ἑβδ. (Γ΄ Μακκ. Ε΄, 23), ἴδε Sturz. Μακ. Διαλ. σελ. 80 κἑξ.· ― οὕτω περίστυλος,ὁ, Διόδ. 1. 48, ἢ ἡ, Πολύβ. 10, 27, 10· ― τὸ γένος μένει ἀόριστον ἐν Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 204F, Διοδ. 1. 47, Πλουτ. Ἄρατ. 26., 2. 586Β· ― ἴδε ἐν Λεξικῷ Ἀρχαιοτ. 425.

Greek Monolingual

-ο / περίστυλος, -ον ΝΑ στύλος
1. (για οικοδομήματα) αυτός που περιβάλλεται από κιονοστοιχία, περίπτερος
2. το ουδ. ως ουσ. το περίστυλο(ν)
αρχιτ. συγκρότημα από σειρά ή σειρές κιόνων που περιβάλλουν ένα οικοδόμημα, κυρίως ναό ή αυλές οικοδομημάτων, με τη μορφή στοάς, αλλ. περιστύλιο
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η περίστυλος
βοτ. γένος ορχεοειδών φυτών
αρχ.
το αρσ. ως ουσ.περίστυλος
χώρος περιβαλλόμενος από κιονοστοιχία.

Greek Monotonic

περίστῡλος: -ον, I. αυτός που έχει κίονες, στύλους γύρω στον τοίχο, αυτός που περιβάλλεται από περιστύλιο, σε Ηρόδ., Ευρ.
II. ως ουσ., περίστυλον, τό ή περίστυλος, , περιστύλιο, κιονοστοιχία γύρω από ναό ή από αυλή οικίας, σε Πλούτ.

Middle Liddell

περί-στῡλος, ον,
I. with pillars round the wall, surrounded with a colonnade, Hdt., Eur.
II. as substantive, περίστυλον, ου, τό, or περίστυλος, ὁ, a peristyle, colonnade round a temple or court-yard, Plut.

English (Woodhouse)

surrounded by a colonnade

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)