κίλλουρος: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κίλλουρος]], ὁ (Α)<br />ο [[κίγκλος]], η [[σουσουράδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κίλλ</i>-<i>ουρος</i><br />το β' συνθετικό -<i>ουρος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ουρά]] ([[πρβλ]]. <i>κόλ</i>-<i>ουρος</i>). Ως [[προς]] το α' συνθετικό, η λ. συνδέεται πιθ. με λέξεις βαλτικών γλωσσών με την [[ίδια]] σημ. ([[πρβλ]]. λιθουαν. <i>kiele</i>, λεττ. <i>ci</i><i>ē</i><i>lava</i>), [[οπότε]] και ανάγεται σε [[ρίζα]] <i>κι</i>- με σημ. «[[κινώ]], κινούμαι». Η λ. [[είναι]] πιθ., [[τέλος]], να συνδέεται τόσο μορφολογικά όσο και σημασιολογικά με τον τ. [[κίγκλος]]].
|mltxt=[[κίλλουρος]], ὁ (Α)<br />ο [[κίγκλος]], η [[σουσουράδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κίλλ</i>-<i>ουρος</i><br />το β' συνθετικό -<i>ουρος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ουρά]] ([[πρβλ]]. [[κόλουρος]]). Ως [[προς]] το α' συνθετικό, η λ. συνδέεται πιθ. με λέξεις βαλτικών γλωσσών με την [[ίδια]] σημ. ([[πρβλ]]. λιθουαν. <i>kiele</i>, λεττ. <i>ci</i><i>ē</i><i>lava</i>), [[οπότε]] και ανάγεται σε [[ρίζα]] <i>κι</i>- με σημ. «[[κινώ]], κινούμαι». Η λ. [[είναι]] πιθ., [[τέλος]], να συνδέεται τόσο μορφολογικά όσο και σημασιολογικά με τον τ. [[κίγκλος]]].
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''κίλλουρος''': {kíllouros}<br />'''Meaning''': [[σεισοπυγίς]] ([[Bachstelze]]) H.<br />'''Etymology''': Nach Schrader BB 15, 127f. zu einem baltischen Wort für Bachstelze, lit. ''kíelė'', lett. ''ciẽlava'', apreuß. ''kylo'', das selbst auf ein Verb [[bewegen]] (s. [[κινέω]], [[κίω]]) zurückgeführt wird; lit. ''kíelė'' könnte dann mit gr. *κίλλα aus *κιλι̯α identisch sein. — Zu erwägen bleibt indessen, ob die Bachstelze nicht einfach nach der grauen Farbe benannt worden ist; s. zu [[κιλλός]]. In beiden Fällen wäre als Hinterglied [[οὐρά]] [[Schwanz]] angehängt. — Über das anklingende, aber dunkle lat. ''mōtacilla'' [[die weiße Bachstelze]] s. W.-Hofmann s. v.<br />'''Page''' 1,853
|ftr='''κίλλουρος''': {kíllouros}<br />'''Meaning''': [[σεισοπυγίς]] ([[Bachstelze]]) H.<br />'''Etymology''': Nach Schrader BB 15, 127f. zu einem baltischen Wort für Bachstelze, lit. ''kíelė'', lett. ''ciẽlava'', apreuß. ''kylo'', das selbst auf ein Verb [[bewegen]] (s. [[κινέω]], [[κίω]]) zurückgeführt wird; lit. ''kíelė'' könnte dann mit gr. *κίλλα aus *κιλι̯α identisch sein. — Zu erwägen bleibt indessen, ob die Bachstelze nicht einfach nach der grauen Farbe benannt worden ist; s. zu [[κιλλός]]. In beiden Fällen wäre als Hinterglied [[οὐρά]] [[Schwanz]] angehängt. — Über das anklingende, aber dunkle lat. ''mōtacilla'' [[die weiße Bachstelze]] s. W.-Hofmann s. v.<br />'''Page''' 1,853
}}
}}

Revision as of 06:55, 13 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κίλλουρος Medium diacritics: κίλλουρος Low diacritics: κίλλουρος Capitals: ΚΙΛΛΟΥΡΟΣ
Transliteration A: kíllouros Transliteration B: killouros Transliteration C: killouros Beta Code: ki/llouros

English (LSJ)

ὁ, wagtail, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1438] ὁ, Wackelschwanz, Bebsterz, ein Vogel wie die Bachstelze, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

κίλλουρος: ὁ, τὸ πτηνὸν σεισοπυγὶς (πρβλ. κίγκλος), Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κίλλουρος, ὁ (Α)
ο κίγκλος, η σουσουράδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίλλ-ουρος
το β' συνθετικό -ουρος < ουρά (πρβλ. κόλουρος). Ως προς το α' συνθετικό, η λ. συνδέεται πιθ. με λέξεις βαλτικών γλωσσών με την ίδια σημ. (πρβλ. λιθουαν. kiele, λεττ. ciēlava), οπότε και ανάγεται σε ρίζα κι- με σημ. «κινώ, κινούμαι». Η λ. είναι πιθ., τέλος, να συνδέεται τόσο μορφολογικά όσο και σημασιολογικά με τον τ. κίγκλος].

Frisk Etymology German

κίλλουρος: {kíllouros}
Meaning: σεισοπυγίς (Bachstelze) H.
Etymology: Nach Schrader BB 15, 127f. zu einem baltischen Wort für Bachstelze, lit. kíelė, lett. ciẽlava, apreuß. kylo, das selbst auf ein Verb bewegen (s. κινέω, κίω) zurückgeführt wird; lit. kíelė könnte dann mit gr. *κίλλα aus *κιλι̯α identisch sein. — Zu erwägen bleibt indessen, ob die Bachstelze nicht einfach nach der grauen Farbe benannt worden ist; s. zu κιλλός. In beiden Fällen wäre als Hinterglied οὐρά Schwanz angehängt. — Über das anklingende, aber dunkle lat. mōtacilla die weiße Bachstelze s. W.-Hofmann s. v.
Page 1,853