μηδαμόθεν: Difference between revisions
ταράσσει τοὺς ἀνθρώπους οὐ τὰ πράγματα, ἀλλὰ τὰ περὶ τῶν πραγμάτων δόγματα → what disturbs people is not what happens, but their view of what happens | it is not the things themselves that disturb men, but their judgements about these things
m (Text replacement - ", -θεν." to ", -θεν.") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μηδαμόθεν]] και [[μηθαμόθεν]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> από κανένα [[πρόσωπο]] ή από κανέναν [[τόπο]], από [[πουθενά]]<br /><b>2.</b> από ταπεινή, ευτελή [[καταγωγή]] («πονηρὸν καὶ βίαιον καὶ ὑβριστὴν λαβοῦσιν ἄνθρωποι καὶ μηδένα [[μηδαμόθεν]]», Δημ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μηδαμός]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>θεν</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=[[μηδαμόθεν]] και [[μηθαμόθεν]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> από κανένα [[πρόσωπο]] ή από κανέναν [[τόπο]], από [[πουθενά]]<br /><b>2.</b> από ταπεινή, ευτελή [[καταγωγή]] («πονηρὸν καὶ βίαιον καὶ ὑβριστὴν λαβοῦσιν ἄνθρωποι καὶ μηδένα [[μηδαμόθεν]]», Δημ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μηδαμός]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>θεν</i> ([[πρβλ]]. [[ουδαμόθεν]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 07:10, 13 May 2023
English (LSJ)
Adv. of μηδαμός, from no place, X.Cyr. 8.7.14; μ. ἄλλοθεν from no other place, Pl.Phd.70e, GDIiv p.876 (Chios, iv B.C.), etc.; μηδεὶς μ., Lat. nullius filius, D.21.148.
German (Pape)
[Seite 169] von keiner Seite her; μηδ. ἄλλοθεν αὐτὸ γίγνεσθαι ἢ ἐκ τοῦ αὐτῷ ἐναντίου, Plat. Phaed. 70 e; Xen. Cyr. 8, 7, 14; Pol. 5, 2, 8.
French (Bailly abrégé)
adv.
d'aucun endroit, d'aucune sorte.
Étymologie: μηδαμός, -θεν.
Russian (Dvoretsky)
μηδαμόθεν: adv. ниоткуда: μ. ἄλλοθεν Plat. ниоткуда больше.
Greek (Liddell-Scott)
μηδᾰμόθεν: Ἐπίρρ. τοῦ μηδαμός, ἐκ μηδενὸς τόπου ἢ προσώπου, Ξεν. Κύρ. 8. 7, 14· μηδαμόθεν ἄλλοθεν, ἐκ μηδενὸς ἄλλου τόπου, Πλάτ. Φαίδων 70Ε, κτλ.· μηδεὶς μηδαμόθεν Δημ. 562. 24.
Greek Monolingual
μηδαμόθεν και μηθαμόθεν (Α)
επίρρ.
1. από κανένα πρόσωπο ή από κανέναν τόπο, από πουθενά
2. από ταπεινή, ευτελή καταγωγή («πονηρὸν καὶ βίαιον καὶ ὑβριστὴν λαβοῦσιν ἄνθρωποι καὶ μηδένα μηδαμόθεν», Δημ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδαμός + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. ουδαμόθεν)].
Greek Monotonic
μηδᾰμόθεν: επίρρ. του μηδαμός, από πουθενά, σε Ξεν.· μηδαμόθεν ἄλλοθεν, από κανέναν άλλον τόπο, σε Πλάτ.
Middle Liddell
[adverb of μηδαμός
from no place, Xen.; μ. ἄλλοθεν from no other place, Plat.