χυτρόπους: Difference between revisions

From LSJ

γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]\])" to "πρβλ. $2$4]")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=όποδος (ὁ) :<br />pot de terre <i>ou</i> marmite à pieds.<br />'''Étymologie:''' [[χύτρος]], [[πούς]].
|btext=όποδος (ὁ) :<br />pot de terre <i>ou</i> marmite à pieds.<br />'''Étymologie:''' [[χύτρος]], [[πούς]].
}}
{{elru
|elrutext='''χυτρόπους:''' ποδος ὁ<br /><b class="num">1</b> [[горшок на ножках]] или [[котел на ножках]] Hes., Plut.;<br /><b class="num">2</b> [[жаровня на ножках]] Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 20: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και κυθρόπους, -ποδος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[χύτρα]] με πόδια, με στηρίγματα<br /><b>2.</b> [[τρίποδο]] [[σκεύος]] [[πάνω]] στο οποίο τοποθετούσαν τη [[χύτρα]], η [[πυροστιά]]<br /><b>3.</b> [[μεγάλη]] [[κουτάλα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χύτρα]] <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i>), [[πρβλ]]. <i>σφηνό</i>-[[πους]]].
|mltxt=και κυθρόπους, -ποδος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[χύτρα]] με πόδια, με στηρίγματα<br /><b>2.</b> [[τρίποδο]] [[σκεύος]] [[πάνω]] στο οποίο τοποθετούσαν τη [[χύτρα]], η [[πυροστιά]]<br /><b>3.</b> [[μεγάλη]] [[κουτάλα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χύτρα]] <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i>), [[πρβλ]]. [[σφηνόπους]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χυτρόπους:''' -ποδος, ὁ, πληθ. <i>χυτρόποδες</i>, [[χύτρα]] με πόδια, [[σιδερένιος]] [[τρίποδας]] [[επάνω]] στον οποίο τοποθετούνταν η [[χύτρα]], [[πυροστιά]], σε Ησίοδ.
|lsmtext='''χυτρόπους:''' -ποδος, ὁ, πληθ. <i>χυτρόποδες</i>, [[χύτρα]] με πόδια, [[σιδερένιος]] [[τρίποδας]] [[επάνω]] στον οποίο τοποθετούνταν η [[χύτρα]], [[πυροστιά]], σε Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''χυτρόπους:''' ποδος ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[горшок или котел на ножках]] Hes., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[жаровня на ножках]] Anth.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=χυτρό-πους,<br />a pot with feet, or a [[portable]] stove for putting a pot [[upon]], Hes.
|mdlsjtxt=χυτρό-πους,<br />a pot with feet, or a [[portable]] stove for putting a pot [[upon]], Hes.
}}
}}

Latest revision as of 07:02, 15 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χυτρόπους Medium diacritics: χυτρόπους Low diacritics: χυτρόπους Capitals: ΧΥΤΡΟΠΟΥΣ
Transliteration A: chytrópous Transliteration B: chytropous Transliteration C: chytropous Beta Code: xutro/pous

English (LSJ)

ποδος, ὁ,
A stand for a pot, Alciphr.3.5, Sch.Ar.Pax893 (gloss on λάσανα); also κυθρόπους PMag.Lond.46.269, Zos.Alch.p.222 B.
2 pot or cauldron, χυτρόποδες Hes.Op.748, LXX Le.11.35; χ. κέραμοι App.Anth.5.29.5 (Juba).
3 = τορύνη, Sch.Ar.Ra. 509:—Dim. χυτροπόδιον, τό, Hippon.25.

German (Pape)

[Seite 1385] ποδος, ὁ, eigtl. Topffuß, ein Topf, Kessel mit Füßen, Hes. O. 750; auch eine Art Kohlenpfanne, ein kleiner Heerd mit Füßen, einen Topf darauf zu setzen, wie λάσανον, πύραυνος Iob. ep. (App. 41).

French (Bailly abrégé)

όποδος (ὁ) :
pot de terre ou marmite à pieds.
Étymologie: χύτρος, πούς.

Russian (Dvoretsky)

χυτρόπους: ποδος ὁ
1 горшок на ножках или котел на ножках Hes., Plut.;
2 жаровня на ножках Anth.

Greek (Liddell-Scott)

χυτρόπους: ποδος, ὁ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βάτρ. 509· ἀλλαχοῦ ἐν τῷ πληθ. χυτρόποδες, χύτραλέβης μετὰ ποδῶν ἢ τρίπους σιδηροῦς ἐφ’ οὗ ἐτίθετο ἡ χύτρα, πυροστιά, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 746, πρβλ. Πλούτ. 2. 703D, Ἑβδ. (Λευϊτ. ΙΑ΄, 35), Ἀλκίφρων 3. 5· πρβλ. λάσανα, Ἀνθ. Π. παράρτ. 41, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 893· ― ὑποκορ. χυτροπόδιον, τό, Ἱππῶναξ 18. ― Ἵδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 397.

Greek Monolingual

και κυθρόπους, -ποδος, ὁ, Α
1. χύτρα με πόδια, με στηρίγματα
2. τρίποδο σκεύος πάνω στο οποίο τοποθετούσαν τη χύτρα, η πυροστιά
3. μεγάλη κουτάλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χύτρα + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. σφηνόπους].

Greek Monotonic

χυτρόπους: -ποδος, ὁ, πληθ. χυτρόποδες, χύτρα με πόδια, σιδερένιος τρίποδας επάνω στον οποίο τοποθετούνταν η χύτρα, πυροστιά, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

χυτρό-πους,
a pot with feet, or a portable stove for putting a pot upon, Hes.