σολοικισμός: Difference between revisions
Οὗτος Ἰουστῖνον καὶ Νεοβιγάστην στρατηγοὺς προβαλόμενος, καὶ τὰς Βρεττανίας ἐάσας, περαιοῦται ἅμα τῶν αὐτοῦ ἐπὶ Βονωνίαν → He appointed Justinus and Neovigastes as generals, and leaving Britain, crossed with his forces to Bononia.(Olympiodorus/Photius)
m (Text replacement - "''' ὁ<b class="num">1)" to "''' ὁ<br /><b class="num">1)") |
m (Text replacement - "Czech: solecizmus;" to "Czech: solecizmus; Dutch: incorrect taalgebruik, taalfout, solecisme;") |
||
(22 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=soloikismos | |Transliteration C=soloikismos | ||
|Beta Code=soloikismo/s | |Beta Code=soloikismo/s | ||
|Definition=ὁ, < | |Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[incorrectness in the use of language]], [[solecism]], Arist.SE173b17; σολοικισμοὶ καὶ βαρβαρισμοί Phld.Rh.1.159 S., cf. Plu.2.731f, Luc.Vit.Auct.23; but [[βαρβαρισμός]], [[incorrectness in the use of words]], is distinguished from [[σολοικισμός]], [[incorrectness in the construction of sentences]], A.D.Synt.198.8, cf. Phld.Rh.1.159 S.<br><span class="bld">2</span> of [[incorrect]] [[reasoning]], περὶ σολοικισμῶν, title of work by [[Chrysippus]], Stoic.2.6; cf. [[σολοικίζω]] 1.2.<br><span class="bld">II</span> [[awkwardness]], Plu.2.520b (pl.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0912.png Seite 912]] ὁ, ein Fehler wider die Regeln der Sprache S. Emp. adv. gramm. 210; übh. ein Verstoß gegen die gute Lebensart, unschickliches Betragen; τῶν ἡδονῶν Luc. Nigr. 31; Vit. auct. 23, u. a. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0912.png Seite 912]] ὁ, ein Fehler wider die Regeln der Sprache S. Emp. adv. gramm. 210; übh. ein Verstoß gegen die gute Lebensart, unschickliches Betragen; τῶν ἡδονῶν Luc. Nigr. 31; Vit. auct. 23, u. a. Sp. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{bailly | ||
| | |btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> [[faute contre les règles du langage]], [[solécisme]];<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> [[faute contre les règles de la bienséance]], [[maladresse]], [[gaucherie]].<br />'''Étymologie:''' [[σολοικίζω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σολοικισμός -οῦ, ὁ [[σολοικίζω]] [[incorrect taalgebruik]], [[taalfout]], [[solecisme]]; vaak in de manier waarop woorden gecombineerd worden. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''σολοικισμός:''' ὁ<br /><b class="num">1</b> [[языковая погрешность]], [[ошибка в речи]] Arst., Plut., Luc., Sext.;<br /><b class="num">2</b> грам. [[синтаксическая ошибка]], [[солецизм]] (в отличие от βαρβαρισμος, т. е. ошибки лексической);<br /><b class="num">3</b> [[непристойность]], [[грубость]] Plut., Luc. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''σολοικισμός:''' ὁ, [[συντακτικό]] [[λάθος]] στη [[χρήση]] της γλώσσας, [[σολοικισμός]], [[ασυνταξία]], σε Λουκ. | |lsmtext='''σολοικισμός:''' ὁ, [[συντακτικό]] [[λάθος]] στη [[χρήση]] της γλώσσας, [[σολοικισμός]], [[ασυνταξία]], σε Λουκ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''σολοικισμός''': ὁ, [[ἔλλειψις]] ὀρθότητος ἐν τῇ χρήσει τῆς γλώσσης, Ἀριστ. π. Σοφιστ. Ἐλέγχ. 14· βαρβαρισμὸς ἢ σ. Πλούτ. 2. 731F, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 23· καὶ ἴδε [[σολοικίζω]]· ἀλλ’ οἱ γραμματικοὶ ποιοῦνται τὴν ἑξῆς διάκρισιν: [[βαρβαρισμός]], [[ἁμάρτημα]] περὶ τὴν χρῆσιν τῶν λέξεων, σολοικισμὸς δέ, [[ἁμάρτημα]] περὶ τὴν σύνταξιν τῶν προτάσεων, «ὅτε τις [[ἀτέχνως]] διαλέγεται» Ἡσύχ., Ἀπολλών. π. Συντάξ. σ. 198, Σουΐδ. ἐν λ. [[βαρβαρισμός]], κ. ἀλλ. ΙΙ. [[τρόπος]] [[ἄγροικος]] καὶ [[ἄξεστος]], [[ἀπειροκαλία]], «χωριατιά», Πλούτ. 2. 520Α. ― Ἴδε Κόντου Σχόλια ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Β΄, σελ. 475 κἑξ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[σολοικισμός]], οῦ, ὁ, [from [[σολοικίζω]]<br />incorrectness in the use of [[language]], a [[solecism]], Luc. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{trml | ||
| | |trtx====[[solecism]]=== | ||
Afrikaans: Solesisme; Arabic: لَحْن; Bulgarian: солецизъм, граматична грешка; Catalan: solecisme; Czech: solecizmus; Dutch: [[incorrect taalgebruik]], [[taalfout]], [[solecisme]]; Esperanto: solecismo; Estonian: solötsism, kõnevääratus, väärsamm; Finnish: tyylivirhe; French: [[solécisme]]; Georgian: სოლეციზმი, ბარბარიზმი; German: [[Solözismus]], [[Sprachschnitzer]], [[Sprachsünde]]; Greek: [[σολοικισμός]]; Ancient Greek: [[σολοικισμός]]; Hebrew: סוֹלְסִיזְם; Ido: solecismo; Irish: dearmad gramadaí; Italian: [[solecismo]]; Japanese: 文法違反; Latin: [[stribligo]]; Polish: solecyzm, uchybienie gramatyczne; Portuguese: [[solecismo]], [[cacologia]]; Romanian: solecism; Russian: [[солецизм]]; Spanish: [[solecismo]]; Swedish: solecism; Turkish: aykırıcılık; Ukrainian: солецизм | |||
}} | }} |
Latest revision as of 18:09, 27 May 2023
English (LSJ)
ὁ,
A incorrectness in the use of language, solecism, Arist.SE173b17; σολοικισμοὶ καὶ βαρβαρισμοί Phld.Rh.1.159 S., cf. Plu.2.731f, Luc.Vit.Auct.23; but βαρβαρισμός, incorrectness in the use of words, is distinguished from σολοικισμός, incorrectness in the construction of sentences, A.D.Synt.198.8, cf. Phld.Rh.1.159 S.
2 of incorrect reasoning, περὶ σολοικισμῶν, title of work by Chrysippus, Stoic.2.6; cf. σολοικίζω 1.2.
II awkwardness, Plu.2.520b (pl.).
German (Pape)
[Seite 912] ὁ, ein Fehler wider die Regeln der Sprache S. Emp. adv. gramm. 210; übh. ein Verstoß gegen die gute Lebensart, unschickliches Betragen; τῶν ἡδονῶν Luc. Nigr. 31; Vit. auct. 23, u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 faute contre les règles du langage, solécisme;
2 p. anal. faute contre les règles de la bienséance, maladresse, gaucherie.
Étymologie: σολοικίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σολοικισμός -οῦ, ὁ σολοικίζω incorrect taalgebruik, taalfout, solecisme; vaak in de manier waarop woorden gecombineerd worden.
Russian (Dvoretsky)
σολοικισμός: ὁ
1 языковая погрешность, ошибка в речи Arst., Plut., Luc., Sext.;
2 грам. синтаксическая ошибка, солецизм (в отличие от βαρβαρισμος, т. е. ошибки лексической);
3 непристойность, грубость Plut., Luc.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
1. σφάλμα, ιδίως συντακτικό, κατά τη χρήση της γλώσσας, παραβίαση τών συντακτικών, κυρίως, κανόνων της γλώσσας, καθώς και χρήση προτάσεων ή εκφράσεων που δεν ανταποκρίνονται στα συμφραζόμενα και στα δεδομένα τών συνθηκών επικοινωνίας
2. αγενής συμπεριφορά, αγροίκος τρόπος
νεοελλ.
απρέπεια
αρχ.
φρ. «Περὶ σολοικισμῶν» — τίτλος έργου του Χρυσίππου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σολοικίζω. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. soloecismus) και στη συνέχεια οι νεώτερες γλώσσες (πρβλ. γαλλ. solecisme)].
Greek Monotonic
σολοικισμός: ὁ, συντακτικό λάθος στη χρήση της γλώσσας, σολοικισμός, ασυνταξία, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
σολοικισμός: ὁ, ἔλλειψις ὀρθότητος ἐν τῇ χρήσει τῆς γλώσσης, Ἀριστ. π. Σοφιστ. Ἐλέγχ. 14· βαρβαρισμὸς ἢ σ. Πλούτ. 2. 731F, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 23· καὶ ἴδε σολοικίζω· ἀλλ’ οἱ γραμματικοὶ ποιοῦνται τὴν ἑξῆς διάκρισιν: βαρβαρισμός, ἁμάρτημα περὶ τὴν χρῆσιν τῶν λέξεων, σολοικισμὸς δέ, ἁμάρτημα περὶ τὴν σύνταξιν τῶν προτάσεων, «ὅτε τις ἀτέχνως διαλέγεται» Ἡσύχ., Ἀπολλών. π. Συντάξ. σ. 198, Σουΐδ. ἐν λ. βαρβαρισμός, κ. ἀλλ. ΙΙ. τρόπος ἄγροικος καὶ ἄξεστος, ἀπειροκαλία, «χωριατιά», Πλούτ. 2. 520Α. ― Ἴδε Κόντου Σχόλια ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Β΄, σελ. 475 κἑξ.
Middle Liddell
σολοικισμός, οῦ, ὁ, [from σολοικίζω
incorrectness in the use of language, a solecism, Luc.
Translations
solecism
Afrikaans: Solesisme; Arabic: لَحْن; Bulgarian: солецизъм, граматична грешка; Catalan: solecisme; Czech: solecizmus; Dutch: incorrect taalgebruik, taalfout, solecisme; Esperanto: solecismo; Estonian: solötsism, kõnevääratus, väärsamm; Finnish: tyylivirhe; French: solécisme; Georgian: სოლეციზმი, ბარბარიზმი; German: Solözismus, Sprachschnitzer, Sprachsünde; Greek: σολοικισμός; Ancient Greek: σολοικισμός; Hebrew: סוֹלְסִיזְם; Ido: solecismo; Irish: dearmad gramadaí; Italian: solecismo; Japanese: 文法違反; Latin: stribligo; Polish: solecyzm, uchybienie gramatyczne; Portuguese: solecismo, cacologia; Romanian: solecism; Russian: солецизм; Spanish: solecismo; Swedish: solecism; Turkish: aykırıcılık; Ukrainian: солецизм