ἐπίψογος: Difference between revisions
φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br") |
mNo edit summary |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ἐπί-ψογος, ον<br /><b class="num">I.</b> [[exposed]] to [[blame]], [[blameworthy]], Xen.: —adv. -γως, Plut.<br /><b class="num">II.</b> act. [[censorious]], Aesch. | |mdlsjtxt=ἐπί-ψογος, ον<br /><b class="num">I.</b> [[exposed]] to [[blame]], [[blameworthy]], Xen.: —adv. -γως, Plut.<br /><b class="num">II.</b> act. [[censorious]], Aesch. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[blameworthy]]=== | |||
Arabic: مَلُوم; Catalan: culpable; Dutch: [[afkeurenswaardig]]; Finnish: moitittava; French: [[blâmable]]; German: [[verdammenswert]]; Greek: [[αξιοκατάκριτος]], [[αξιοκατηγόρητος]], [[αξιόμεμπτος]], [[επιλήψιμος]], [[επίμεμπτος]], [[επίμομφος]], [[επίμωμος]], [[επίψογος]], [[κατακριτέος]], [[μεμπτός]], [[ψεκτός]]; Ancient Greek: [[αἴτιος]], [[ἐπαίτιος]], [[ἐπίμομφος]], [[ἐπιμωμητός]], [[ἐπίμωμος]], [[ἐπίψογος]], [[ἐπονείδιστος]], [[εὐκατάγνωστος]], [[μεμπτός]], [[μωμηλός]], [[μωμητός]], [[ὑπαίτιος]], [[ψεκτός]], [[ψόγειος]], [[ψογερός]]; Ido: blaminda; Italian: [[biasimabile]], [[deprecabile]], [[vituperabile]]; Korean: 책임이 있는; Latin: [[accusabilis]], [[reprehensibilis]], [[vituperabilis]]; Middle English: blame worthy; Portuguese: [[culpável]]; Romanian: condamnabil, de condamnat; Spanish: [[culpable]], [[reprensible]], [[reprehensible]]; Swedish: klandervärd | |||
}} | }} |
Revision as of 18:18, 28 May 2023
English (LSJ)
ον,
A exposed to blame, blameworthy, X.Lac.14.7, Plu. Comp.Cim.Luc.1; τὸ ἐ. Max.Tyr.18.9: neut. pl. ἐπίψογα, as adverb, Man.4.506. Adv. ἐπιψόγως = with blame, λέγεσθαι Plu.Comp.Dem.Cic. 3.
II Act., blaming, censorious, φάτις A.Ag.611.
German (Pape)
[Seite 1006] dem Tadel ausgesetzt, tadelnswerth, φάτις Aesch. Ag. 596; Xen. Lac. 14, 7 u. Sp. – Adv. ἐπιψόγως, Plut. Compar. Dem. et Cic. 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 blâmable;
2 qui blâme.
Étymologie: ἐπί, ψόγος.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίψογος:
1 достойный порицания, предосудительный Xen., Plut.;
2 порицающий: ἐ. φάτις Aesch. дурная слава.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίψογος: -ον, ἄξιος ψόγου, ἐπίμεμπτος, Ξεν. Λακ. 14. 7, Πλουτ. Σύγκρ. Κίμ. καὶ Λουκ. 1. ― Ἐπίρρ. -γως, μετὰ ψόγου, ἐπιμέμπτως, λέγεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Συγκρ. Δημ. κ. Κικ. 3, Κλήμ. Ἁλ. 245. ΙΙ. ἐνεργ., ἐπίψογον φάτιν, ψόγον φέρουσαν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 611.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐπίψογος, -ον)
εκτεθειμένος στον ψόγο, αξιοκατάκριτος («οὐδὲν μέντοι δεῖ θαυμάζειν τούτων τῶν ἐπιψόγων αὐτοῖς γιγνομένων», Ξεν.)
αρχ.
ψογερός, αυτός που ψέγει κάποιον («ἐπίψογος φάτις»).
Greek Monotonic
ἐπίψογος: -ον, I. κατακριτέος, αξιόμεμπτος, αξιοκατάκριτος, σε Ξεν.· επίρρ. -γως, σε Πλούτ.
II. Ενεργ., επικριτικός, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
ἐπί-ψογος, ον
I. exposed to blame, blameworthy, Xen.: —adv. -γως, Plut.
II. act. censorious, Aesch.
Translations
blameworthy
Arabic: مَلُوم; Catalan: culpable; Dutch: afkeurenswaardig; Finnish: moitittava; French: blâmable; German: verdammenswert; Greek: αξιοκατάκριτος, αξιοκατηγόρητος, αξιόμεμπτος, επιλήψιμος, επίμεμπτος, επίμομφος, επίμωμος, επίψογος, κατακριτέος, μεμπτός, ψεκτός; Ancient Greek: αἴτιος, ἐπαίτιος, ἐπίμομφος, ἐπιμωμητός, ἐπίμωμος, ἐπίψογος, ἐπονείδιστος, εὐκατάγνωστος, μεμπτός, μωμηλός, μωμητός, ὑπαίτιος, ψεκτός, ψόγειος, ψογερός; Ido: blaminda; Italian: biasimabile, deprecabile, vituperabile; Korean: 책임이 있는; Latin: accusabilis, reprehensibilis, vituperabilis; Middle English: blame worthy; Portuguese: culpável; Romanian: condamnabil, de condamnat; Spanish: culpable, reprensible, reprehensible; Swedish: klandervärd