κατόχιμος: Difference between revisions

From LSJ

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+), ([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2, $3")
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katochimos
|Transliteration C=katochimos
|Beta Code=kato/ximos
|Beta Code=kato/ximos
|Definition=later form for [[κατοκώχιμος]] ([[quod vide|q.v.]]), <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[held in possession]], εἰς αἰῶνα <span class="bibl">LXX <span class="title">Le.</span>25.46</span>; [[sequestered]], κλῆρος <span class="bibl"><span class="title">PFrankf.</span> 7</span> <span class="title">B</span>9 (iii B.C.), cf. <span class="bibl"><span class="title">PTeb.</span>61</span> (b).<span class="bibl">253</span> (ii B.C.). </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[possessed]] by a supernatural power, Hsch. [[sub verbo|s.v.]] [[κατοκώχιμον]], <span class="title">Gloss.</span>; of things, '[[eerie']], [[uncanny]], κ. πάντα καὶ φρικώδη καὶ μυστικά <span class="bibl">Luc.<span class="title">JTr.</span>30</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> Alch., of [[fixing]] agents, [[mordants]], Syn.Alch.<span class="bibl">p.62</span> B., Zos.Alch.p.216 B., <span class="title">PHolm.</span>15.19, <span class="title">Pleid.X.</span>92.</span>
|Definition=later form for [[κατοκώχιμος]] ([[quod vide|q.v.]]),<br><span class="bld">A</span> [[held in possession]], εἰς αἰῶνα [[LXX]] ''Le.''25.46; [[sequestered]], [[κλῆρος]] ''PFrankf.'' 7 ''B''9 (iii B.C.), cf. ''PTeb.''61 (b).253 (ii B.C.).<br><span class="bld">2</span> [[possessed]] by a supernatural power, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[κατοκώχιμον]], ''Glossaria''; of things, '[[eerie]]', [[uncanny]], κ. πάντα καὶ φρικώδη καὶ μυστικά Luc.''JTr.''30.<br><span class="bld">3</span> Alch., of [[fixing]] [[agent]]s, [[mordant]]s, Syn.Alch.p.62 B., Zos.Alch.p.216 B., ''PHolm.''15.19, ''Pleid.X.''92.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1406.png Seite 1406]] besessen, in Besitz genommen; κατόχιμον γίγνεται τὸ [[χωρίον]] Is. 2, 28; von einem Gotte begeistert, Luc. Iup. trag. 30; von bösen Geistern besessen, LXX, Hesych.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1406.png Seite 1406]] besessen, in Besitz genommen; κατόχιμον γίγνεται τὸ [[χωρίον]] Is. 2, 28; von einem Gotte begeistert, Luc. Iup. trag. 30; von bösen Geistern besessen, LXX, Hesych.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[possédé]], [[occupé]];<br /><b>2</b> [[possédé par un dieu]].<br />'''Étymologie:''' [[κάτοχος]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατόχιμος -ον [κάτοχος] [[bezeten]], [[in extase]].
}}
{{elru
|elrutext='''κατόχῐμος:'''<br /><b class="num">1</b> являющийся собственностью, находящийся в чьем-л. владении ([[χωρίον]] Isae. - [[varia lectio|v.l.]] [[κατοκώχιμος]]);<br /><b class="num">2</b> [[одержимый]], [[исступленный]] (κ. καὶ [[φρικώδης]] Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατόχῐμος''': [[ἀδόκιμος]] [[τύπος]] ἀντὶ τοῦ [[κατοκώχιμος]] (ὃ ἴδε), Ἑβδ., ὁ κατεχόμενος, κ. γίνεται τὸ [[χωρίον]] Ἰσαῖ. 2. 28· ὁ ὑπὸ τοῦ θεοῦ κατεχόμενος καὶ ἐξεστηκώς, ὑπὸ τῶν δαιμόνων κρατούμενος, ὁ θεοφοβούμενος, ὁ ἐνθουσιῶν, ὁ ἄλλως [[κατάσχετος]], Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 30.
|lstext='''κατόχῐμος''': [[ἀδόκιμος]] [[τύπος]] ἀντὶ τοῦ [[κατοκώχιμος]] (ὃ ἴδε), Ἑβδ., ὁ κατεχόμενος, κ. γίνεται τὸ [[χωρίον]] Ἰσαῖ. 2. 28· ὁ ὑπὸ τοῦ θεοῦ κατεχόμενος καὶ ἐξεστηκώς, ὑπὸ τῶν δαιμόνων κρατούμενος, ὁ θεοφοβούμενος, ὁ ἐνθουσιῶν, ὁ ἄλλως [[κατάσχετος]], Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 30.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> possédé, occupé;<br /><b>2</b> possédé par un dieu.<br />'''Étymologie:''' [[κάτοχος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατόχιμος]], -ίμη, -ον (Α) [[κατοχή]]<br /><b>1.</b> αυτός που κατέχεται, που βρίσκεται υπό την [[κυριότητα]] άλλου («καὶ ἔσονται ὑμῖν κατόχιμοι εἰς τὸν αἰῶνα», ΠΔ)<br /><b>2.</b> αυτός που κατέχεται από [[θεία]] και υπερφυσική [[δύναμη]], ο θεοφορούμενος<br /><b>3.</b> (για πράγματα) αυτός [[μέσα]] στον οποίο κατοικεί κάποιο πονηρό [[δαιμόνιο]] («κατόχιμα [[πάντα]] καὶ φρικώδη και [[μυστικά]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>4.</b> αυτός που βρίσκεται υπό [[κατάσχεση]]<br /><b>5.</b> (για στερεωτικές ύλες) [[στυπτικός]], [[συγκρατητικός]].
|mltxt=[[κατόχιμος]], -ίμη, -ον (Α) [[κατοχή]]<br /><b>1.</b> αυτός που κατέχεται, που βρίσκεται υπό την [[κυριότητα]] άλλου («καὶ ἔσονται ὑμῖν κατόχιμοι εἰς τὸν αἰῶνα», ΠΔ)<br /><b>2.</b> αυτός που κατέχεται από [[θεία]] και υπερφυσική [[δύναμη]], ο θεοφορούμενος<br /><b>3.</b> (για πράγματα) αυτός [[μέσα]] στον οποίο κατοικεί κάποιο πονηρό [[δαιμόνιο]] («κατόχιμα [[πάντα]] καὶ φρικώδη και [[μυστικά]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>4.</b> αυτός που βρίσκεται υπό [[κατάσχεση]]<br /><b>5.</b> (για στερεωτικές ύλες) [[στυπτικός]], [[συγκρατητικός]].
}}
{{elru
|elrutext='''κατόχῐμος:'''<br /><b class="num">1)</b> являющийся собственностью, находящийся в чьем-л. владении ([[χωρίον]] Isae. - [[varia lectio|v.l.]] [[κατοκώχιμος]]);<br /><b class="num">2)</b> [[одержимый]], [[исступленный]] (κ. καὶ [[φρικώδης]] Luc.).
}}
{{elnl
|elnltext=κατόχιμος -ον [κάτοχος] bezeten, in extase.
}}
}}

Latest revision as of 15:56, 24 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατόχῐμος Medium diacritics: κατόχιμος Low diacritics: κατόχιμος Capitals: ΚΑΤΟΧΙΜΟΣ
Transliteration A: katóchimos Transliteration B: katochimos Transliteration C: katochimos Beta Code: kato/ximos

English (LSJ)

later form for κατοκώχιμος (q.v.),
A held in possession, εἰς αἰῶνα LXX Le.25.46; sequestered, κλῆρος PFrankf. 7 B9 (iii B.C.), cf. PTeb.61 (b).253 (ii B.C.).
2 possessed by a supernatural power, Hsch. s.v. κατοκώχιμον, Glossaria; of things, 'eerie', uncanny, κ. πάντα καὶ φρικώδη καὶ μυστικά Luc.JTr.30.
3 Alch., of fixing agents, mordants, Syn.Alch.p.62 B., Zos.Alch.p.216 B., PHolm.15.19, Pleid.X.92.

German (Pape)

[Seite 1406] besessen, in Besitz genommen; κατόχιμον γίγνεται τὸ χωρίον Is. 2, 28; von einem Gotte begeistert, Luc. Iup. trag. 30; von bösen Geistern besessen, LXX, Hesych.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 possédé, occupé;
2 possédé par un dieu.
Étymologie: κάτοχος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατόχιμος -ον [κάτοχος] bezeten, in extase.

Russian (Dvoretsky)

κατόχῐμος:
1 являющийся собственностью, находящийся в чьем-л. владении (χωρίον Isae. - v.l. κατοκώχιμος);
2 одержимый, исступленный (κ. καὶ φρικώδης Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

κατόχῐμος: ἀδόκιμος τύπος ἀντὶ τοῦ κατοκώχιμος (ὃ ἴδε), Ἑβδ., ὁ κατεχόμενος, κ. γίνεται τὸ χωρίον Ἰσαῖ. 2. 28· ὁ ὑπὸ τοῦ θεοῦ κατεχόμενος καὶ ἐξεστηκώς, ὑπὸ τῶν δαιμόνων κρατούμενος, ὁ θεοφοβούμενος, ὁ ἐνθουσιῶν, ὁ ἄλλως κατάσχετος, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 30.

Greek Monolingual

κατόχιμος, -ίμη, -ον (Α) κατοχή
1. αυτός που κατέχεται, που βρίσκεται υπό την κυριότητα άλλου («καὶ ἔσονται ὑμῖν κατόχιμοι εἰς τὸν αἰῶνα», ΠΔ)
2. αυτός που κατέχεται από θεία και υπερφυσική δύναμη, ο θεοφορούμενος
3. (για πράγματα) αυτός μέσα στον οποίο κατοικεί κάποιο πονηρό δαιμόνιο («κατόχιμα πάντα καὶ φρικώδη και μυστικά», Λουκιαν.)
4. αυτός που βρίσκεται υπό κατάσχεση
5. (για στερεωτικές ύλες) στυπτικός, συγκρατητικός.