ἀπονέω: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass

Source
m (Text replacement - " sc. " to " ''sc.'' ")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aponeo
|Transliteration C=aponeo
|Beta Code=a)pone/w
|Beta Code=a)pone/w
|Definition=(A), <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[unload]]:—Med., [[throw off a load from]], <b class="b3">στέρνων ἀπονησαμένη</b> (expl. by [[ἀποσωρεύσασα]] in <span class="title">AB</span>432, Hsch.) <span class="bibl">E.<span class="title">Ion</span>875</span>; ἀπενήσω· ἀπέβαλες <span class="title">AB</span>421; ἀπὸ δ' εἵματα . . νηήσαντο <span class="bibl">A.R.1.364</span>.</span><br /><span class="bld">ἀπονέω</span> (B), (ἄπονος) <span class="sense"><span class="bld">A</span> to [[be without pain]], Hsch. [[sub verbo|s.v.]] [[ἀωδυνεῖν]].</span>
|Definition=(A),<br><span class="bld">A</span> [[unload]]:—Med., [[throw off a load from]], <b class="b3">στέρνων ἀπονησαμένη</b> (expl. by [[ἀποσωρεύσασα]] in ''AB''432, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]) E.''Ion''875; ἀπενήσω· ἀπέβαλες ''AB''421; ἀπὸ δ' εἵματα.. νηήσαντο A.R.1.364.<br /><br />(B), ([[ἄπονος]])<br><span class="bld">A</span> to [[be without pain]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[ἀωδυνεῖν]].
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 15:56, 24 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπονέω Medium diacritics: ἀπονέω Low diacritics: απονέω Capitals: ΑΠΟΝΕΩ
Transliteration A: aponéō Transliteration B: aponeō Transliteration C: aponeo Beta Code: a)pone/w

English (LSJ)

(A),
A unload:—Med., throw off a load from, στέρνων ἀπονησαμένη (expl. by ἀποσωρεύσασα in AB432, Hsch.) E.Ion875; ἀπενήσω· ἀπέβαλες AB421; ἀπὸ δ' εἵματα.. νηήσαντο A.R.1.364.

(B), (ἄπονος)
A to be without pain, Hsch. s.v. ἀωδυνεῖν.

Spanish (DGE)

no sufrir, estar sano Hsch.s.u. ἀωδυνεῖν.

German (Pape)

[Seite 316] = ἀπονήχομαι. (s. νέω), abhäufen, entlasten, Eur. Ion. 875 στέρνων ἀπονησαμένη (B. A. erkl. ἀποθεμένη), die Brust von der Bürde entladen.

French (Bailly abrégé)

1-ῶ :
ôter un poids de;
Moy. ἀπονέομαι se décharger.
Étymologie: ἀπό, νέω⁴.

Russian (Dvoretsky)

ἀπονέω: снимать бремя, med. снимать с себя (στέρνων, sc. τι Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπονέω: (ἄπονος) εἶμαι ἄνευ πόνου, ὀδύνης, ὑγιαίνω, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἀωδυνεῖν.
μέλλ. -νήσω «ξεφορτώνω»: ― Μέσ. ἀπορρίπτω βάρος ἀπ’ ἐμοῦ, στέρνων ἀπονησαμένη, «ἀποσωρεύσασα ἢ ἀποθεμένη» Α. Β. 432, 29, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λέξει, Εὐρ. Ἴων 875 «ἀπενῄσω, ἀπέβαλες», Α. Β. 421, 16· ἀπὸ δ' εἵματα... νηήσαντο Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 364.

Greek Monolingual

ἀπονέω (Α)
1. ξεφορτώνω
2. (-ομαι) απορρίπτω βάρος από πάνω μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + νέω (III), ενεστ. μόνο σε σύνθετο με σημ. «συσσωρεύω, φορτώνω»].

Greek Monotonic

ἀπονέω: μέλ. -νήσω, ξεφορτώνω — Μέσ., ρίχνω ένα βάρος από πάνω μου, στέρνων ἀπονησαμένη, σε Ευρ.

Middle Liddell


to unload:— Mid. to throw off a load from, στέρνων ἀπονησαμένη Eur.