ὑποκλίνω: Difference between revisions

From LSJ

σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails

Source
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypoklino
|Transliteration C=ypoklino
|Beta Code=u(pokli/nw
|Beta Code=u(pokli/nw
|Definition=[ῑ],<br><span class="bld">A</span> [[bend under]] or [[bend in subjection to]], γόνυ τινί Nonn.''D.''15.124: but usually in Pass., [[recline]] or [[lie down under]], c. dat., σχοίνῳ ὑπεκλίνθη Od.5.463, cf. ''AP''9.71 (Antiphil.), etc.; <b class="b3">Βάκχῳ νύμφη ὑποκλινθεῖσα</b> = [[ὑποδμηθεῖσα]], Orph.''A.''195; [[μαζός|μαζὸς]] ὑπεκλίνθη = has [[grow]]n [[flaccid]], AP5.272 (Agath.); <b class="b3">ὑποκεκλιμένων τῶν σκελῶν</b> with the [[leg]]s [[bent]], Aët. 16.111.<br><span class="bld">2</span> [[give way to]], ὅταν τὸ [[ἐπιθυμητικός|ἐπιθυμητικὸν]] ὑποκλίνηται τῷ θυμικῷ Herm. ''in Phdr.''p.157 A.: so intr. in Act., εἰ . . ὑποκλίνοιτε φάλαγγι Orph.''A.''848.<br><span class="bld">3</span> [[turn aside]], Phlp. ''in Mete.''85.39.
|Definition=[ῑ],<br><span class="bld">A</span> [[bend under]] or [[bend in subjection to]], γόνυ τινί [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 15.124: but usually in Pass., [[recline]] or [[lie down under]], c. dat., σχοίνῳ ὑπεκλίνθη Od.5.463, cf. ''AP''9.71 (Antiphil.), etc.; <b class="b3">Βάκχῳ νύμφη ὑποκλινθεῖσα</b> = [[ὑποδμηθεῖσα]], Orph.''A.''195; [[μαζός|μαζὸς]] ὑπεκλίνθη = has [[grow]]n [[flaccid]], AP5.272 (Agath.); <b class="b3">ὑποκεκλιμένων τῶν σκελῶν</b> with the [[leg]]s [[bent]], Aët. 16.111.<br><span class="bld">2</span> [[give way to]], ὅταν τὸ [[ἐπιθυμητικός|ἐπιθυμητικὸν]] ὑποκλίνηται τῷ θυμικῷ Herm. ''in Phdr.''p.157 A.: so intr. in Act., εἰ . . ὑποκλίνοιτε φάλαγγι Orph.''A.''848.<br><span class="bld">3</span> [[turn aside]], Phlp. ''in Mete.''85.39.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 09:04, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποκλίνω Medium diacritics: ὑποκλίνω Low diacritics: υποκλίνω Capitals: ΥΠΟΚΛΙΝΩ
Transliteration A: hypoklínō Transliteration B: hypoklinō Transliteration C: ypoklino Beta Code: u(pokli/nw

English (LSJ)

[ῑ],
A bend under or bend in subjection to, γόνυ τινί Nonn. D. 15.124: but usually in Pass., recline or lie down under, c. dat., σχοίνῳ ὑπεκλίνθη Od.5.463, cf. AP9.71 (Antiphil.), etc.; Βάκχῳ νύμφη ὑποκλινθεῖσα = ὑποδμηθεῖσα, Orph.A.195; μαζὸς ὑπεκλίνθη = has grown flaccid, AP5.272 (Agath.); ὑποκεκλιμένων τῶν σκελῶν with the legs bent, Aët. 16.111.
2 give way to, ὅταν τὸ ἐπιθυμητικὸν ὑποκλίνηται τῷ θυμικῷ Herm. in Phdr.p.157 A.: so intr. in Act., εἰ . . ὑποκλίνοιτε φάλαγγι Orph.A.848.
3 turn aside, Phlp. in Mete.85.39.

German (Pape)

[Seite 1220] niederbeugen, unterwerfen. – Pass. darunter liegen, σχοίνῳ ὑπεκλίνθη Od. 5, 463, u. sp. D., ὑποκλινθεὶς δένδροις Antiphil. 12 (IX, 71), μαζὸς ὑπεκλίνθη Agath. 13 (V, 273); – übertr. sich unterwerfen, nachgeben, ὑποκλινθῆτε φάλαγγι Orph. Arg. 851, u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

coucher sous;
Pass. ὑποκλίνομαι;
1 se coucher sous, s'étendre sous, τινι;
2 fig. se courber sous, céder à, τινι;
3 incliner ou pendre en bas ; en parl. d'astres être à son déclin.
Étymologie: ὑπό, κλίνω.

English (Autenrieth)

only pass. aor., ὑπεκλίνθη, he lay down, Od. 5.463†.

Greek Monolingual

ὑποκλίνομαι ΝΜΑ, και ενεργ. ὑποκλίνω ΜΑ
μέσ.
1. κλίνω το κεφάλι και τον κορμό προς τα εμπρός για να χαιρετήσω κάποιον και να του εκφράσω τον σεβασμό μου, κάνω υπόκλιση
2. δηλώνω υποταγή, υποτάσσομαι
νεοελλ.
μτφ. αναγνωρίζω την αξία κάποιου, θαυμάζω κάποιον («υποκλίνομαι μπροστά στο ταλέντο σας»)
μσν.-αρχ.
ενεργ. κλίνω, γέρνω ελαφρά προς τα εμπρός («καὶ τὴν κεφαλὴν ὑπέκλινεν ὡς ἐν σχήματι προσκυνήσεως», Μηναί.)
αρχ.
1. ενεργ. υποτάσσω
2. μέσ. α) παραμερίζω
β) παρεκκλίνω
γ) (για αστέρα) δύω
3. παθ. (με δοτ.) πλαγιάζω κάτω από κάποιον.