προσηγορικός: Difference between revisions
(34) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(15 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prosigorikos | |Transliteration C=prosigorikos | ||
|Beta Code=proshgoriko/s | |Beta Code=proshgoriko/s | ||
|Definition= | |Definition=προσηγορική, προσηγορικόν,<br><span class="bld">A</span> of or for [[addressing]], [[προσηγορικὸν ὄνομα]] = Lat. [[praenomen]], opp. [[nomen]] (τὸ συγγενικόν), D.H.3.65,4.1; also = [[cognomen]], Plu.Mar.1.<br><span class="bld">II</span> Gramm., τὰ προσηγορικά = [[appellative]]s, opp. τὰ ὀνοματικά, D.H. Comp.2, etc.; [[ὄνομα]] κύριον ἢ προσηγορικόν A.D.Adv.120.23, cf. D.T.636.9; τὰ ἁπλᾶ προσηγορικά Hermog.Stat.1; Περὶ τῶν προσηγορικῶν = Of Proper Nouns, title of work by [[Chrysippus]], D.L. 7.192. Adv. [[προσηγορικῶς]] = [[by one's common name]], Ph.1.150; τὰ προσηγορικῶς ἄρμενα καλούμενα = [[vulgarly]] called '[[tackle]]', Gal.18(2).717. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0764.png Seite 764]] 1) anredend, begrüßend. – 2) benennend, τὸ π. [[ὄνομα]], Zunamen, D. Hal. 3, 65. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0764.png Seite 764]] 1) anredend, begrüßend. – 2) benennend, τὸ π. [[ὄνομα]], Zunamen, D. Hal. 3, 65. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />dont on se sert pour nommer : προσηγορικὸν [[ὄνομα]], surnom.<br />'''Étymologie:''' [[προσήγορος]]. | |btext=ή, όν :<br />dont on se sert pour nommer : προσηγορικὸν [[ὄνομα]], surnom.<br />'''Étymologie:''' [[προσήγορος]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προσηγορικός -ή -όν [προσηγορία] om aan te spreken, ook cognomen; Plut. Mar. 1.5; gramm.. τὰ προσηγορικά (zelfstandige) naamwoorden. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[προσηγορικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[προσήγορος]]<br /><b>φρ.</b> «προσηγορικά ονόματα» ή [[απλώς]] «τα προσηγορικά»<br /><b>γραμμ.</b> ουσιαστικά που σημαίνουν [[σύνολο]] προσώπων, ζώων ή πραγμάτων του ίδιου είδους, λ.χ. [[άνθρωπος]], [[γάτα]], [[ποτάμι]], τις αφηρημένες έννοιες, π.χ. <i>ζωή</i>, [[χαρά]], ή και μοναδικές έννοιες, π.χ. [[νερό]], <i>φως</i>, [[φεγγάρι]], [[κόλαση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[προσηγορία]], στην [[προσωνυμία]], στην [[ονομασία]] (α. «Σερούϊος, αὐτῷ προσηγορικὸν [[ὄνομα]] ἦν, Τήλιος δὲ τὸ συγγενικόν» β. «αὐτὸς μὲν | |mltxt=-ή, -ό / [[προσηγορικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[προσήγορος]]<br /><b>φρ.</b> «προσηγορικά ονόματα» ή [[απλώς]] «τα προσηγορικά»<br /><b>γραμμ.</b> ουσιαστικά που σημαίνουν [[σύνολο]] προσώπων, ζώων ή πραγμάτων του ίδιου είδους, λ.χ. [[άνθρωπος]], [[γάτα]], [[ποτάμι]], τις αφηρημένες έννοιες, π.χ. <i>ζωή</i>, [[χαρά]], ή και μοναδικές έννοιες, π.χ. [[νερό]], <i>φως</i>, [[φεγγάρι]], [[κόλαση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[προσηγορία]], στην [[προσωνυμία]], στην [[ονομασία]] (α. «Σερούϊος, αὐτῷ προσηγορικὸν [[ὄνομα]] ἦν, Τήλιος δὲ τὸ συγγενικόν» β. «αὐτὸς μὲν ἐκαλεῖτο τὸ κοινὸν [[ὄνομα]] καὶ προσηγορικὸν Νέβιος, τὸ δὲ συγγενικὸν Ἄττιος», Διον. Αλ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[παρωνύμιο]], [[παρατσούκλι]] («προσηγορικὸν ἐξ ἐπιθέτου πρὸς τὰς [[φύσεις]] ἢ τὰς πράξεις ἢ τὰ τοῦ σώματος εἴδη καὶ [[πάθη]] τίθεσθαι», <b>Πλούτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>προσηγορικῶς</i> Μ<br />με απλή [[ονομασία]], [[απλώς]] ονομάζοντας, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τους όρους [[κυρίως]] ή <i>αληθώς</i> («τὰ ἀλληγορικῶς ἢ προσηγορικῶς ἢ μεταφορικῶς ἢ ὁμωνύμως λεγόμενα, οὐ χρὴ εἰς δόγματος ἀκρίβειαν παραλαμβάνειν», Δίδυμ.). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προσηγορικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε [[προσφώνηση]], προσηγορικὸν [[ὄνομα]], το Ρωμαϊκό [[praenomen]] ή [[επώνυμο]], σε Πλούτ. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''προσηγορικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ [[κατάλληλος]] πρὸς προσηγορίαν, πρ. [[ὄνομα]] λατ. praenomen, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ nomen (τὸ συγγενικόν), «Σερούιος αὐτῷ προσηγορικὸν [[ὄνομα]] ἦν, Τήλιος δὲ τὸ συγγενικόν» Διον. Ἁλ. 3. 65· «αὐτὸς μὲν ἐκαλεῖτο τὸ κοινὸν [[ὄνομα]] καὶ προσηγορικὸν Νέβιος, τὸ δὲ συγγενικὸν Ἄττιος» 70., 4. 1· [[ὡσαύτως]] καὶ = τῷ cognomen, Πλουτ. Μάρ. 1. ΙΙ. [[ὄνομα]] πρ., = [[προσηγορία]] ΙΙ. 2, Διονύσ. Ἁλ. περὶ Συνθ. 2, κτλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς, διὰ τοῦ κοινοῦ ὀνόματός τινος, Φίλων. 1. 150. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[προσηγορικός]], ή, όν [from [[προσηγορέω]]<br />of or for addressing, πρ. [[ὄνομα]] the Roman [[praenomen]] or [[cognomen]], Plut. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:05, 25 August 2023
English (LSJ)
προσηγορική, προσηγορικόν,
A of or for addressing, προσηγορικὸν ὄνομα = Lat. praenomen, opp. nomen (τὸ συγγενικόν), D.H.3.65,4.1; also = cognomen, Plu.Mar.1.
II Gramm., τὰ προσηγορικά = appellatives, opp. τὰ ὀνοματικά, D.H. Comp.2, etc.; ὄνομα κύριον ἢ προσηγορικόν A.D.Adv.120.23, cf. D.T.636.9; τὰ ἁπλᾶ προσηγορικά Hermog.Stat.1; Περὶ τῶν προσηγορικῶν = Of Proper Nouns, title of work by Chrysippus, D.L. 7.192. Adv. προσηγορικῶς = by one's common name, Ph.1.150; τὰ προσηγορικῶς ἄρμενα καλούμενα = vulgarly called 'tackle', Gal.18(2).717.
German (Pape)
[Seite 764] 1) anredend, begrüßend. – 2) benennend, τὸ π. ὄνομα, Zunamen, D. Hal. 3, 65.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
dont on se sert pour nommer : προσηγορικὸν ὄνομα, surnom.
Étymologie: προσήγορος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσηγορικός -ή -όν [προσηγορία] om aan te spreken, ook cognomen; Plut. Mar. 1.5; gramm.. τὰ προσηγορικά (zelfstandige) naamwoorden.
Greek Monolingual
-ή, -ό / προσηγορικός, -ή, -όν, ΝΜΑ προσήγορος
φρ. «προσηγορικά ονόματα» ή απλώς «τα προσηγορικά»
γραμμ. ουσιαστικά που σημαίνουν σύνολο προσώπων, ζώων ή πραγμάτων του ίδιου είδους, λ.χ. άνθρωπος, γάτα, ποτάμι, τις αφηρημένες έννοιες, π.χ. ζωή, χαρά, ή και μοναδικές έννοιες, π.χ. νερό, φως, φεγγάρι, κόλαση
μσν.-αρχ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προσηγορία, στην προσωνυμία, στην ονομασία (α. «Σερούϊος, αὐτῷ προσηγορικὸν ὄνομα ἦν, Τήλιος δὲ τὸ συγγενικόν» β. «αὐτὸς μὲν ἐκαλεῖτο τὸ κοινὸν ὄνομα καὶ προσηγορικὸν Νέβιος, τὸ δὲ συγγενικὸν Ἄττιος», Διον. Αλ.)
αρχ.
παρωνύμιο, παρατσούκλι («προσηγορικὸν ἐξ ἐπιθέτου πρὸς τὰς φύσεις ἢ τὰς πράξεις ἢ τὰ τοῦ σώματος εἴδη καὶ πάθη τίθεσθαι», Πλούτ.).
επίρρ...
προσηγορικῶς Μ
με απλή ονομασία, απλώς ονομάζοντας, σε αντιδιαστολή προς τους όρους κυρίως ή αληθώς («τὰ ἀλληγορικῶς ἢ προσηγορικῶς ἢ μεταφορικῶς ἢ ὁμωνύμως λεγόμενα, οὐ χρὴ εἰς δόγματος ἀκρίβειαν παραλαμβάνειν», Δίδυμ.).
Greek Monotonic
προσηγορικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε προσφώνηση, προσηγορικὸν ὄνομα, το Ρωμαϊκό praenomen ή επώνυμο, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
προσηγορικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ κατάλληλος πρὸς προσηγορίαν, πρ. ὄνομα λατ. praenomen, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ nomen (τὸ συγγενικόν), «Σερούιος αὐτῷ προσηγορικὸν ὄνομα ἦν, Τήλιος δὲ τὸ συγγενικόν» Διον. Ἁλ. 3. 65· «αὐτὸς μὲν ἐκαλεῖτο τὸ κοινὸν ὄνομα καὶ προσηγορικὸν Νέβιος, τὸ δὲ συγγενικὸν Ἄττιος» 70., 4. 1· ὡσαύτως καὶ = τῷ cognomen, Πλουτ. Μάρ. 1. ΙΙ. ὄνομα πρ., = προσηγορία ΙΙ. 2, Διονύσ. Ἁλ. περὶ Συνθ. 2, κτλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς, διὰ τοῦ κοινοῦ ὀνόματός τινος, Φίλων. 1. 150.
Middle Liddell
προσηγορικός, ή, όν [from προσηγορέω
of or for addressing, πρ. ὄνομα the Roman praenomen or cognomen, Plut.