ἰατρεύω: Difference between revisions
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
(17) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(22 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=ῑ̓ᾱτρεύω | ||
|Medium diacritics=ἰατρεύω | |Medium diacritics=ἰατρεύω | ||
|Low diacritics=ιατρεύω | |Low diacritics=ιατρεύω | ||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=iatreyo | |Transliteration C=iatreyo | ||
|Beta Code=i)atreu/w | |Beta Code=i)atreu/w | ||
|Definition=Ion. pf. < | |Definition=Ion. pf.<br><span class="bld">A</span> ἰήτρευκα Hp.Art.46: ([[ἰατρός]]):—[[treat]] [[medically]], [[cure]], ἕκαστα Id.Acut.2; οὐδὲν ἰ. τῆς λύπης Phld.Mus.p.69K.; τινα Hp.Art. [[l.c.]], Pl.Lg.857d, al.:—Pass., to [[be under medical care]], Id.R.357c, Grg.478bsq., al.; to [[be cured]], IG14.2283 (Bononia).<br><span class="bld">2</span> abs., [[practise medicine]], Hp.Art. 72; τίς ὀρθῶς ἰάτρευκεν; Arist.Pol.1281b40.<br><span class="bld">II</span> metaph., [[remedy]], [[correct]], Id.PA665a8. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1234.png Seite 1234]] ein Arzt sein, heilen; Plat. Conv. 188 c; τὸν νοσοῦντα Legg. IX, 857 d; übertr., τὴν ἄγνοιαν Ath. VI, 256 c. – Med. sich heilen lassen, Plat. Polit. 296 c, τὸ κάμνοντα ἰατρεύεσθαι Rep. II, 357 c, Folgde. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1234.png Seite 1234]] ein Arzt sein, heilen; Plat. Conv. 188 c; τὸν νοσοῦντα Legg. IX, 857 d; übertr., τὴν ἄγνοιαν Ath. VI, 256 c. – Med. sich heilen lassen, Plat. Polit. 296 c, τὸ κάμνοντα ἰατρεύεσθαι Rep. II, 357 c, Folgde. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=soigner, guérir, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἰατρός]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἰᾱτρεύω:''' (ῑ)<br /><b class="num">1</b> [[заниматься врачебным делом]], [[быть врачом]]: οἱ πρῶτοι ἰατρεῦσαι λεγόμεὸι Plut. слывущие первыми врачами;<br /><b class="num">2</b> [[лечить]] (τὸν νοσοῦντα Plat.; τὴν διάρροιαν Arst.): τὸ ἰατρεύεσθαι Plat., Arst.; прохождение курса лечения; οἱ ἰατρευόμενοι Plat., Arst.; лечащиеся у врача, пациенты. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰᾱτρεύω''': (ἰατρὸς) ὡς καὶ νῦν, [[θεραπεύω]], τι Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 383· τινὰ ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 812, Πλάτ. νόμ. 857D, κ. ἀλλ. ― Παθ., διατελῶ ὑπὸ ἰατρικὴν θεραπείαν, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 357C, Γοργ. 478Β κἑξ., κ. ἀλλ. 2) ἀπολ., ἐξασκῶ τὸ ἰατρικὸν [[ἐπάγγελμα]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 834· τὶς ὀρθῶς ἰάτρευκεν; Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 11, 10. ΙΙ. μεταφ., [[θεραπεύω]], διορθώνω, ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 3. 3, 15, κ. ἀλλ. | |lstext='''ἰᾱτρεύω''': (ἰατρὸς) ὡς καὶ νῦν, [[θεραπεύω]], τι Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 383· τινὰ ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 812, Πλάτ. νόμ. 857D, κ. ἀλλ. ― Παθ., διατελῶ ὑπὸ ἰατρικὴν θεραπείαν, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 357C, Γοργ. 478Β κἑξ., κ. ἀλλ. 2) ἀπολ., ἐξασκῶ τὸ ἰατρικὸν [[ἐπάγγελμα]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 834· τὶς ὀρθῶς ἰάτρευκεν; Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 11, 10. ΙΙ. μεταφ., [[θεραπεύω]], διορθώνω, ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 3. 3, 15, κ. ἀλλ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=(ΑΜ [[ἰατρεύω]]) [[ιατρός]]<br /><b>1.</b> [[γιατρεύω]], [[θεραπεύω]], [[αποκαθιστώ]] την [[υγεία]] κάποιου («οὐκ ἰατρεύεις τὸν νοσοῦντα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διορθώνω]], [[διευθετώ]] («τὴν [[φαυλότητα]] τῆς θέσεως ὶάτρευκεν ἡ [[φύσις]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εξασκώ]] το ιατρικό [[επάγγελμα]] («τίς ὀρθῶς ἰάτρευκεν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ἰατρεύομαι</i><br />[[διατελώ]] υπό ιατρική [[θεραπεία]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἰᾱτρεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[ἰατρός]]),<br /><b class="num">1.</b> [[περιποιούμαι]] ιατρικά, [[θεραπεύω]], σε Πλάτ. — Παθ., βρίσκομαι υπό ιατρική [[φροντίδα]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[εξασκώ]] την ιατρική [[τέχνη]], το ιατρικό [[επάγγελμα]], σε Αριστ. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=ἰᾱτρεύω, fut. -σω [[ἰατρός]]<br /><b class="num">1.</b> to [[treat]] [[medically]], to [[cure]], Plat.:—Pass. to be under [[medical]] [[care]], Plat.<br /><b class="num">2.</b> absol. to [[practise]] [[medicine]], Arist. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:09, 25 August 2023
English (LSJ)
Ion. pf.
A ἰήτρευκα Hp.Art.46: (ἰατρός):—treat medically, cure, ἕκαστα Id.Acut.2; οὐδὲν ἰ. τῆς λύπης Phld.Mus.p.69K.; τινα Hp.Art. l.c., Pl.Lg.857d, al.:—Pass., to be under medical care, Id.R.357c, Grg.478bsq., al.; to be cured, IG14.2283 (Bononia).
2 abs., practise medicine, Hp.Art. 72; τίς ὀρθῶς ἰάτρευκεν; Arist.Pol.1281b40.
II metaph., remedy, correct, Id.PA665a8.
German (Pape)
[Seite 1234] ein Arzt sein, heilen; Plat. Conv. 188 c; τὸν νοσοῦντα Legg. IX, 857 d; übertr., τὴν ἄγνοιαν Ath. VI, 256 c. – Med. sich heilen lassen, Plat. Polit. 296 c, τὸ κάμνοντα ἰατρεύεσθαι Rep. II, 357 c, Folgde.
French (Bailly abrégé)
soigner, guérir, acc..
Étymologie: ἰατρός.
Russian (Dvoretsky)
ἰᾱτρεύω: (ῑ)
1 заниматься врачебным делом, быть врачом: οἱ πρῶτοι ἰατρεῦσαι λεγόμεὸι Plut. слывущие первыми врачами;
2 лечить (τὸν νοσοῦντα Plat.; τὴν διάρροιαν Arst.): τὸ ἰατρεύεσθαι Plat., Arst.; прохождение курса лечения; οἱ ἰατρευόμενοι Plat., Arst.; лечащиеся у врача, пациенты.
Greek (Liddell-Scott)
ἰᾱτρεύω: (ἰατρὸς) ὡς καὶ νῦν, θεραπεύω, τι Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 383· τινὰ ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 812, Πλάτ. νόμ. 857D, κ. ἀλλ. ― Παθ., διατελῶ ὑπὸ ἰατρικὴν θεραπείαν, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 357C, Γοργ. 478Β κἑξ., κ. ἀλλ. 2) ἀπολ., ἐξασκῶ τὸ ἰατρικὸν ἐπάγγελμα, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 834· τὶς ὀρθῶς ἰάτρευκεν; Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 11, 10. ΙΙ. μεταφ., θεραπεύω, διορθώνω, ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 3. 3, 15, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
(ΑΜ ἰατρεύω) ιατρός
1. γιατρεύω, θεραπεύω, αποκαθιστώ την υγεία κάποιου («οὐκ ἰατρεύεις τὸν νοσοῦντα», Πλάτ.)
2. διορθώνω, διευθετώ («τὴν φαυλότητα τῆς θέσεως ὶάτρευκεν ἡ φύσις», Αριστοτ.)
αρχ.
1. εξασκώ το ιατρικό επάγγελμα («τίς ὀρθῶς ἰάτρευκεν», Αριστοτ.)
2. παθ. ἰατρεύομαι
διατελώ υπό ιατρική θεραπεία.
Greek Monotonic
ἰᾱτρεύω: μέλ. -σω (ἰατρός),
1. περιποιούμαι ιατρικά, θεραπεύω, σε Πλάτ. — Παθ., βρίσκομαι υπό ιατρική φροντίδα, στον ίδ.
2. απόλ., εξασκώ την ιατρική τέχνη, το ιατρικό επάγγελμα, σε Αριστ.
Middle Liddell
ἰᾱτρεύω, fut. -σω ἰατρός
1. to treat medically, to cure, Plat.:—Pass. to be under medical care, Plat.
2. absol. to practise medicine, Arist.