ἀνιστόρητος: Difference between revisions

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
(big3_4)
m (LSJ1 replacement)
 
(24 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anistoritos
|Transliteration C=anistoritos
|Beta Code=a)nisto/rhtos
|Beta Code=a)nisto/rhtos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">ignorant of history, uninformed</b>, <b class="b3">περί</b> τινος <span class="bibl">Plb.12.3.2</span>; τινός Phld.<span class="title">Rh.</span>1.188S., <span class="bibl">Arr.<span class="title">Epict.</span>1.6.23</span>, cf. D. Chr.<span class="bibl">12.59</span>. Adv. -τως, ἔχειν τινός <span class="bibl">Plu.<span class="title">Demetr.</span>1</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">uninvestigated</b>, <span class="bibl">Ph.<span class="title">Bel.</span>78.36</span>; <b class="b2">unrecorded</b>, Phld.<span class="title">Mus.</span>p.28K., Plu.2.731c; <b class="b3">χώρα, ἰδέαι ὀρνέων</b>, <span class="bibl">Agatharch.58</span>,<span class="bibl">84</span>.</span>
|Definition=ἀνιστόρητον,<br><span class="bld">A</span> [[ignorant of history]], [[uninformed]], [[περί]] τινος Plb.12.3.2; τινός Phld.Rh.1.188S., Arr.Epict.1.6.23, cf. D. Chr.12.59. Adv. [[ἀνιστορήτως]] = [[uninformedly]], [[ἀνιστορήτως ἔχειν]] τινός = be [[uninformed]] of something Plu.Demetr.1.<br><span class="bld">II</span> [[uninvestigated]], Ph.Bel.78.36; [[unrecorded]], Phld.Mus.p.28K., Plu.2.731c; χώρα, ἰδέαι ὀρνέων, Agatharch.58,84.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>de cosas [[que no ha sido investigado]] μηδέν Ph.<i>Bel</i>.78.36<br /><b class="num">•</b>[[que no ha sido registrado]] καινὸν οὐδὲν ... κακίας [[εἶδος]] Plu.2.731c, ὀρνέων ... ἰδέας Agatarch.84, cf. 58, τὸ δὲ Τυρταῖον αὐτοὺ[ς] ... προτετιμ[ηκέ] ναι διὰ μουσικὴν ἀνισ[τόρη] τον ἔοικεν εἶναι Phld.<i>Mus</i>.p.28.<br /><b class="num">2</b> de pers. [[que desconoce]], [[que carece de información]] περὶ τῶν κατὰ τὴν Λιβύην Plb.12.3.2, μετὰ τὴν ἰσχὺν τ[ῶ]ν διατριβῶν ἀνιστόρητοι Phld.<i>Rh</i>.1.188, τούτων Arr.<i>Epict</i>.1.6.23, τῶν τοιούτων D.Chr.12.59.<br /><b class="num">II</b> adv. [[ἀνιστορήτως]] = [[sin conocer]] τῶν φαύλων ... . ἔχοιμεν somos desconocedores de los que valen poco</i> Plu.<i>Demetr</i>.1.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> non renseigné sur, gén. <i>ou</i> [[περί]] τινος sur qch;<br /><b>2</b> [[non mentionné dans l'histoire]], [[inconnu]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἱστορέω]].
}}
{{pape
|ptext=<b class="num">1</b> <i>nicht [[erwähnt]] in der [[Geschichte]], [[unbekannt]]</i>, Plut., Jos.<br><b class="num">2</b> <i>der [[Geschichte]] [[unkundig]]</i>, also <i>etwas nicht [[wissend]]</i>, Plut. [[ἀνιστορήτως]] ἔχειν τινός <i>Demetr</i>. 1; <i>der etwas nicht [[erforscht]] hat</i>, περί τινος, Pol. 12.3.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνιστόρητος:'''<br /><b class="num">1</b> [[неосведомленный]], [[незнакомый]] (περί τινος Polyb.);<br /><b class="num">2</b> [[не упомянутый]] (в летописях), неизвестный (τοῖς παλαιοῖς Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνιστόρητος''': -ον, ὁ ἀγνοῶν τὴν ἱστορίαν, [[ἀμαθής]], [[ἀπαίδευτος]], μή γνωρίζων, [[ἀνιστόρητος]] περὶ τῶν κατὰ τὴν Λιβύην Πολύβ. 12. 3, 2· ἀθέατοι τῶν τοιούτων καὶ ἀνιστόρητοι Δ. Χρυσ. λόγ. 12, τόμ. 1, σ. 404: - Ἐπίρρ., ἀνιστορήτως ἔχειν τινὸς Πλουτ. Δημήτρ. 1. ΙΙ. μὴ μνημονευόμενος ἐν τῇ ἱστορίᾳ, [[ἄγνωστος]], ὁ αὐτ. 2. 731C, 733Β, Ἀγαθαρχίδ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλ. 453. 37.
|lstext='''ἀνιστόρητος''': -ον, ὁ ἀγνοῶν τὴν ἱστορίαν, [[ἀμαθής]], [[ἀπαίδευτος]], μή γνωρίζων, [[ἀνιστόρητος]] περὶ τῶν κατὰ τὴν Λιβύην Πολύβ. 12. 3, 2· ἀθέατοι τῶν τοιούτων καὶ ἀνιστόρητοι Δ. Χρυσ. λόγ. 12, τόμ. 1, σ. 404: - Ἐπίρρ., ἀνιστορήτως ἔχειν τινὸς Πλουτ. Δημήτρ. 1. ΙΙ. μὴ μνημονευόμενος ἐν τῇ ἱστορίᾳ, [[ἄγνωστος]], ὁ αὐτ. 2. 731C, 733Β, Ἀγαθαρχίδ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλ. 453. 37.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> non renseigné sur, gén. <i>ou</i> [[περί]] τινος sur qch;<br /><b>2</b> non mentionné dans l’histoire, inconnu.<br />'''Étymologie:''' , [[ἱστορέω]].
|mltxt=κ. [[ανιστόριστος]], -η, -ο (AM [[ἀνιστόρητος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που αγνοεί την [[ιστορία]], ο ιστορικά [[αμόρφωτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν αναφέρεται από την [[ιστορία]], [[αμνημόνευτος]], [[ακατάγραφος]], [[άγνωστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αμόρφωτος]], [[αγράμματος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν μπορεί να περιγραφεί («λαχτάρες ανιστόριστες», «Εσύ με τ' ανιστόριστα τα κάλλη» (Κ. Παλαμάς)<br /><b>μσν.</b><br />(για εκκλησίες) ο μη ζωγραφισμένος, ο [[δίχως]] εικόνες, [[αζωγράφητος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[απληροφόρητος]] για [[κάτι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνιστόρητος:''' -ον (ἀν- στερητικό [[ἱστορέω]]), [[αδαής]] [[περί]] της ιστορίας, [[ανιστόρητος]]· επίρρ. [[ἀνιστορήτως]] ἔχειν τινός, είμαι [[ανενημέρωτος]] σχετικά με ένα [[ζήτημα]], σε Πλούτ.
}}
}}
{{DGE
{{mdlsj
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>de cosas [[que no ha sido investigado]] μηδέν Ph.<i>Bel</i>.78.36<br /><b class="num">•</b>[[que no ha sido registrado]] καινὸν οὐδὲν ... κακίας [[εἶδος]] Plu.2.731c, ὀρνέων ... ἰδέας Agatarch.84, cf. 58, τὸ δὲ Τυρταῖον αὐτοὺ[ς] ... προτετιμ[ηκέ] ναι διὰ μουσικὴν ἀνισ[τόρη] τον ἔοικεν εἶναι Phld.<i>Mus</i>.p.28.<br /><b class="num">2</b> de pers. [[que desconoce]], [[que carece de información]] περὶ τῶν κατὰ τὴν Λιβύην Plb.12.3.2, μετὰ τὴν ἰσχὺν τ[ῶ] ν διατριβῶν ἀνιστόρητοι Phld.<i>Rh</i>.1.188, τούτων Arr.<i>Epict</i>.1.6.23, τῶν τοιούτων D.Chr.12.59.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[sin conocer]] τῶν φαύλων ... ἀ. ἔχοιμεν somos desconocedores de los que valen poco</i> Plu.<i>Demetr</i>.1.
|mdlsjtxt=<i>privat.</i>,., [[ἱστορέω]]<br />[[ignorant]] of [[history]]:— adv., [[ἀνιστορήτως]] ἔχειν τινός to be [[uninformed]] [[about]] a [[thing]], Plut.
}}
}}

Latest revision as of 09:10, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνιστόρητος Medium diacritics: ἀνιστόρητος Low diacritics: ανιστόρητος Capitals: ΑΝΙΣΤΟΡΗΤΟΣ
Transliteration A: anistórētos Transliteration B: anistorētos Transliteration C: anistoritos Beta Code: a)nisto/rhtos

English (LSJ)

ἀνιστόρητον,
A ignorant of history, uninformed, περί τινος Plb.12.3.2; τινός Phld.Rh.1.188S., Arr.Epict.1.6.23, cf. D. Chr.12.59. Adv. ἀνιστορήτως = uninformedly, ἀνιστορήτως ἔχειν τινός = be uninformed of something Plu.Demetr.1.
II uninvestigated, Ph.Bel.78.36; unrecorded, Phld.Mus.p.28K., Plu.2.731c; χώρα, ἰδέαι ὀρνέων, Agatharch.58,84.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de cosas que no ha sido investigado μηδέν Ph.Bel.78.36
que no ha sido registrado καινὸν οὐδὲν ... κακίας εἶδος Plu.2.731c, ὀρνέων ... ἰδέας Agatarch.84, cf. 58, τὸ δὲ Τυρταῖον αὐτοὺ[ς] ... προτετιμ[ηκέ] ναι διὰ μουσικὴν ἀνισ[τόρη] τον ἔοικεν εἶναι Phld.Mus.p.28.
2 de pers. que desconoce, que carece de información περὶ τῶν κατὰ τὴν Λιβύην Plb.12.3.2, μετὰ τὴν ἰσχὺν τ[ῶ]ν διατριβῶν ἀνιστόρητοι Phld.Rh.1.188, τούτων Arr.Epict.1.6.23, τῶν τοιούτων D.Chr.12.59.
II adv. ἀνιστορήτως = sin conocer τῶν φαύλων ... ἀ. ἔχοιμεν somos desconocedores de los que valen poco Plu.Demetr.1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 non renseigné sur, gén. ou περί τινος sur qch;
2 non mentionné dans l'histoire, inconnu.
Étymologie: , ἱστορέω.

German (Pape)

1 nicht erwähnt in der Geschichte, unbekannt, Plut., Jos.
2 der Geschichte unkundig, also etwas nicht wissend, Plut. ἀνιστορήτως ἔχειν τινός Demetr. 1; der etwas nicht erforscht hat, περί τινος, Pol. 12.3.

Russian (Dvoretsky)

ἀνιστόρητος:
1 неосведомленный, незнакомый (περί τινος Polyb.);
2 не упомянутый (в летописях), неизвестный (τοῖς παλαιοῖς Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνιστόρητος: -ον, ὁ ἀγνοῶν τὴν ἱστορίαν, ἀμαθής, ἀπαίδευτος, μή γνωρίζων, ἀνιστόρητος περὶ τῶν κατὰ τὴν Λιβύην Πολύβ. 12. 3, 2· ἀθέατοι τῶν τοιούτων καὶ ἀνιστόρητοι Δ. Χρυσ. λόγ. 12, τόμ. 1, σ. 404: - Ἐπίρρ., ἀνιστορήτως ἔχειν τινὸς Πλουτ. Δημήτρ. 1. ΙΙ. μὴ μνημονευόμενος ἐν τῇ ἱστορίᾳ, ἄγνωστος, ὁ αὐτ. 2. 731C, 733Β, Ἀγαθαρχίδ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλ. 453. 37.

Greek Monolingual

κ. ανιστόριστος, -η, -ο (AM ἀνιστόρητος, -ον)
1. αυτός που αγνοεί την ιστορία, ο ιστορικά αμόρφωτος
2. αυτός που δεν αναφέρεται από την ιστορία, αμνημόνευτος, ακατάγραφος, άγνωστος
νεοελλ.
1. αμόρφωτος, αγράμματος
2. αυτός που δεν μπορεί να περιγραφεί («λαχτάρες ανιστόριστες», «Εσύ με τ' ανιστόριστα τα κάλλη» (Κ. Παλαμάς)
μσν.
(για εκκλησίες) ο μη ζωγραφισμένος, ο δίχως εικόνες, αζωγράφητος
αρχ.
απληροφόρητος για κάτι.

Greek Monotonic

ἀνιστόρητος: -ον (ἀν- στερητικό ἱστορέω), αδαής περί της ιστορίας, ανιστόρητος· επίρρ. ἀνιστορήτως ἔχειν τινός, είμαι ανενημέρωτος σχετικά με ένα ζήτημα, σε Πλούτ.

Middle Liddell

privat.,., ἱστορέω
ignorant of history:— adv., ἀνιστορήτως ἔχειν τινός to be uninformed about a thing, Plut.