τετρασκελής: Difference between revisions
τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tetraskelis | |Transliteration C=tetraskelis | ||
|Beta Code=tetraskelh/s | |Beta Code=tetraskelh/s | ||
|Definition= | |Definition=τετρασκελές, ([[σκέλος]])<br><span class="bld">A</span> [[four-legged]], [[four-footed]], τετρασκελὴς οἰωνός, of a kind of [[griffin]], A.Pr. 397; [[χέρσου τετρασκελὴς γονή]], i.e. [[quadruped]]s, S.Fr.941.10; τετρασκελὲς [[ὕβρισμα]] = the [[wanton]] [[violence]] of [[Centaur]]s, E.HF181; τετρασκελὴς κενταυροπληθὴς πόλεμος ib.1272; of [[bandage]]s, Heliod. ap. Orib.48.23.1, Sor.Fasc.41, Gal. 18(1).774. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, ΝΑ<br />αυτός που έχει [[τέσσερα]] σκέλη ή [[τέσσερα]] πόδια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για επίδεσμο) αυτός που έχει [[τέσσερα]] [[άκρα]]<br /><b>2.</b> (για [[ψυχικό]] [[πάθος]]) πολύ [[μεγάλος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[τετρασκελής]] [[οἰωνός]]» — [[είδος]] γρύπου, μυθικού ζώου με [[κεφάλι]] και φτερούγες αετού και με [[σώμα]] λεονταριού (<b>Αισχύλ.</b>)<br />β) «χέρσου [[τετρασκελής]] [[γονή]]» — τα [[τετράποδα]] (<b>Σοφ.</b>)<br />γ) «τετρασκελὲς [[ὕβρισμα]] Κενταύρων» — η [[αυθάδης]] βία τών Κενταύρων (<b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σκελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκέλος]]), | |mltxt=-ές, ΝΑ<br />αυτός που έχει [[τέσσερα]] σκέλη ή [[τέσσερα]] πόδια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για επίδεσμο) αυτός που έχει [[τέσσερα]] [[άκρα]]<br /><b>2.</b> (για [[ψυχικό]] [[πάθος]]) πολύ [[μεγάλος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[τετρασκελής]] [[οἰωνός]]» — [[είδος]] γρύπου, μυθικού ζώου με [[κεφάλι]] και φτερούγες αετού και με [[σώμα]] λεονταριού (<b>Αισχύλ.</b>)<br />β) «χέρσου [[τετρασκελής]] [[γονή]]» — τα [[τετράποδα]] (<b>Σοφ.</b>)<br />γ) «τετρασκελὲς [[ὕβρισμα]] Κενταύρων» — η [[αυθάδης]] βία τών Κενταύρων (<b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σκελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκέλος]]), [[πρβλ]]. [[ὀκτασκελής]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 09:10, 25 August 2023
English (LSJ)
τετρασκελές, (σκέλος)
A four-legged, four-footed, τετρασκελὴς οἰωνός, of a kind of griffin, A.Pr. 397; χέρσου τετρασκελὴς γονή, i.e. quadrupeds, S.Fr.941.10; τετρασκελὲς ὕβρισμα = the wanton violence of Centaurs, E.HF181; τετρασκελὴς κενταυροπληθὴς πόλεμος ib.1272; of bandages, Heliod. ap. Orib.48.23.1, Sor.Fasc.41, Gal. 18(1).774.
German (Pape)
[Seite 1099] ές, vierschenklig, vierfüßig; οἰωνός, Aesch. Prom. 395; Eur. Phoen. 642, u. öfter.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
à quatre jambes ; à quatre pieds.
Étymologie: τέτταρες, σκέλος.
Russian (Dvoretsky)
τετρασκελής:
1 четвероногий (οἰωνός Aesch.; μόσχος Eur.): χέρσου τ. γονή Soph. сухопутные четвероногие;
2 свойственный четвероногим (кентаврам) (ὕβρισμα Eur.): τ. πόλεμος Eur. война с кентаврами.
Greek (Liddell-Scott)
τετρασκελής: -ές, (σκέλος) ὁ ἔχων τέσσαρα σκέλη, τετράπους, τ. οἰωνός, εἶδος γρυπός, Αἰσχύλ. Πρ. 395· χέρσου τετρ. γονή, δηλ. τετράποδα, Σοφ. Ἀποσπ. 678. 10· τ. ὕβρισμα, ἀναιδὴς ἢ αὐθάδης βία τῶν Κενταύρων, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 181· τ. κενταυροπληθής πόλεμος αὐτόθι 1272.
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ
αυτός που έχει τέσσερα σκέλη ή τέσσερα πόδια
αρχ.
1. (για επίδεσμο) αυτός που έχει τέσσερα άκρα
2. (για ψυχικό πάθος) πολύ μεγάλος
3. φρ. α) «τετρασκελής οἰωνός» — είδος γρύπου, μυθικού ζώου με κεφάλι και φτερούγες αετού και με σώμα λεονταριού (Αισχύλ.)
β) «χέρσου τετρασκελής γονή» — τα τετράποδα (Σοφ.)
γ) «τετρασκελὲς ὕβρισμα Κενταύρων» — η αυθάδης βία τών Κενταύρων (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -σκελής (< σκέλος), πρβλ. ὀκτασκελής].
Greek Monotonic
τετρασκελής: -ές (σκέλος), αυτός που έχει τέσσερα πόδια, τετράποδος, τετρασκελὴς οἰωνός, είδος γρύπα, σε Αισχύλ.· τετρασκελὲς ὕβρισμα, αναιδής βία των Κενταύρων, σε Ευρ.
Middle Liddell
τετρα-σκελής, ές σκέλος
four-legged, four-footed, τ. οἰωνός, of a kind of griffin, Aesch.; τ. ὕβρισμα the wanton violence of Centaurs, Eur.