πρίσμα: Difference between revisions

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
(13_3)
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prisma
|Transliteration C=prisma
|Beta Code=pri/sma
|Beta Code=pri/sma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">anything sawn, sawdust</b>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>5.6.3</span>, <span class="title">AP</span>11.207 (Lucill.), <span class="title">Gp.</span>4.15.9; π. λωτοῦ Dsc.<span class="title">Eup.</span>2.50; μαρμάρου <span class="bibl">Aët.12.64</span>; <b class="b2">rotten wood</b>, Dsc. 1.66. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">wound resulting from trephining with a saw</b>, ἰῆσθαι ὡς π. <span class="bibl">Hp.<span class="title">Morb.</span>2.15</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Geom., <b class="b2">prism</b>, <span class="bibl">Euc.11</span><span class="title">Def.</span>13.</span>
|Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> anything [[sawn]], [[sawdust]], Thphr.''HP''5.6.3, ''AP''11.207 (Lucill.), ''Gp.''4.15.9; πρίσμα λωτοῦ Dsc.''Eup.''2.50; μαρμάρου Aët.12.64; [[rotten wood]], Dsc. 1.66.<br><span class="bld">2</span> [[wound resulting from trephining with a saw]], ἰῆσθαι ὡς πρίσμα Hp.''Morb.''2.15.<br><span class="bld">II</span> Geom., [[prism]], Euc.11''Def.''13.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0702.png Seite 702]] τό, das Gesägte, Sägespäne, Theophr.; als Streu gebraucht, Lucill. 24 (XI, 207). – Ein stereometrischer Körper, das Prisma, dreiseitige Säule, Euclid.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0702.png Seite 702]] τό, das Gesägte, Sägespäne, Theophr.; als Streu gebraucht, Lucill. 24 (XI, 207). – Ein stereometrischer Körper, das Prisma, dreiseitige Säule, Euclid.
}}
{{ls
|lstext='''πρίσμα''': τό, ([[πρίζω]]) τὸ πριονισθέν, «πριονίδι», Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 6, 3, Ἀνθ. Π. 41. 207· ― [[ἐντεῦθεν]], σαθρὸν [[ξύλον]], Διοσκ. 1, 79. ΙΙ. γεωμετρικὸν [[πρίσμα]], Εὐκλείδ. ― Ἀλλὰ κατὰ Ζηκίδην ἐν Χρ. Λεξ. [[γραπτέον]] πρῖσμα.
}}
{{grml
|mltxt=το / [[πρῖσμα]], ΝΜΑ<br /><b>μαθημ.</b> στερεό που περικλείεται από μια πρισματική [[επιφάνεια]] και από δύο επίπεδα παράλληλα τα οποία τέμνουν όλες τις ακμές της πρισματικής επιφάνειας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φυσ.</b> στερεό από [[γυαλί]] ή από [[άλλο]] κατάλληλο διαφανές υλικό, διαμορφωμένο [[κατά]] τρόπο που να σχηματίζει καθορισμένες γωνίες και επίπεδες έδρες, το οποίο προκαλεί [[ανάκλαση]], [[διάθλαση]] και [[ανάλυση]] του φωτός<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> η [[οπτική]] [[γωνία]] από την οποία εξετάζει [[κανείς]] ένα [[θέμα]] («βλέπει τα [[πάντα]] [[μέσα]] από το [[πρίσμα]] τών φιλοδοξιών του»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> <b>μαθημ.</b> «κανονικό [[πρίσμα]]» — [[ορθό]] [[πρίσμα]] του οποίου οι βάσεις [[είναι]] κανονικά πολύγωνα<br />β) «[[ορθό]] [[πρίσμα]]» — [[πρίσμα]] του οποίου οι παράπλευρες ακμές [[είναι]] κάθετες στα επίπεδα τών βάσεών τους<br />γ) «πλάγιο [[πρίσμα]]» — [[πρίσμα]] του οποίου οι παράπλευρες ακμές δεν [[είναι]] κάθετες στις βάσεις<br />δ) «κόλουρο [[πρίσμα]]» — καθένα από τα δύο [[στερεά]] τα οποία προκύπτουν όταν ένα [[πρίσμα]] τμηθεί από επίπεδο μη παράλληλο [[προς]] τις βάσεις του<br />ε) «κάθετη [[τομή]] πρίσματος» — [[τομή]] πρίσματος από επίπεδο κάθετο [[προς]] τις πλευρικές ακμές του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[αποτέλεσμα]] του [[πρίω]], [[πριονίδι]]<br /><b>2.</b> αποσαθρωμένο, σαρακοφαγωμένο [[ξύλο]]<br /><b>3.</b> [[πληγή]], [[τραύμα]] από [[πριόνισμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρίω]] (για το -<i>σ</i>-, <b>βλ. λ.</b> [[πρίω]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i>. Τη λ., με την επιστημον. της σημ., δανείστηκαν οι ξένες γλώσσες, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>prism</i>, γαλλ. <i>prisme</i>].
}}
{{trml
|trtx====[[sawdust]]===
Albanian: tallash; Arabic: نُشَارَة‎; Egyptian Arabic: نشارة‎; Armenian: թեփ; Assyrian Neo-Azerbaijani: kəpək; Basque: zerrauts; Belarusian: пілавінне, апілкі; Bulgarian: стърготини; Catalan: serradures; Cherokee: ᎤᏍᎪᎬ; Chinese Mandarin: 鋸末, 锯末; Min Nan: 鋸屑, 锯屑; Classical Syriac: ܒܪܘܬܐ‎, ܢܣܪܬܐ‎; Czech: piliny; Danish: savsmuld or; Dutch: [[zaagsel]]; Esperanto: segaĵo; Faroese: saguspønir; Finnish: sahanpuru; French: [[sciure]]; Friulian: seadure; Galician: serraduras; Georgian: ნახერხი; German: [[Sägemehl]], [[Sägespäne]]; Greek: [[ροκανίδι]], [[πριονίδι]]; Ancient Greek: [[παράπρισμα]], [[παραπρίσματα]], [[πρίσμα]], [[πρῖσμα]], [[πρίονος ἐκβρώματα]]; Hawaiian: oka lāʻau; Hungarian: fűrészpor; Icelandic: sag; Ido: seg-pulvero; Indonesian: serbuk gergaji; Irish: min sáibh; Italian: [[segatura]]; Japanese: 木屑; Lao: ຂີ້ເລື່ອຍ; Latin: [[scobis]], [[lanugo]]; Malagasy: tain-tsofa; Maori: kotakota; Norwegian: sagmugg; Bokmål: sagflis; Nynorsk: sagflis; Pashto: بوره‎; Plautdietsch: Soagespoon; Polish: trociny; Portuguese: [[serragem]]; Romanian: rumeguș; Romansch: resgim; Russian: [[опилки]], [[древесная мука]]; Slovak: piliny; Sorbian Lower Sorbian: drobna rěz; Upper Spanish: serrín, aserrín; Swedish: sågspån, spån; Tagalog: kusot, piyaos; Thai: ขี้เลื่อย; Turkish: talaş; Vietnamese: mùn cưa; Walloon: soyoere, soeyure; Welsh: blawd llif, llwch llif
===[[prism]]===
Armenian: պրիզմա; Bulgarian: призма; Catalan: prisma; Chinese Mandarin: 稜柱, 棱柱; Czech: hranol; Danish: prisme; Dutch: [[prisma]]; Esperanto: prismo; Finnish: särmiö, prisma; French: [[prisme]]; Galician: prisma; German: [[Prisma]]; Greek: [[πρίσμα]]; Ancient Greek: [[πρίσμα]]; Hungarian: hasáb; Ido: prismato; Italian: [[prisma]]; Japanese: 角柱, プリズム; Khmer: ព្រីស; Korean: 프리즘; Norwegian Bokmål: prisme; Nynorsk: prisme; Occitan: prisma; Persian: منشور‎, شوشه‎; Polish: graniastosłup; Portuguese: [[prisma]]; Romagnol: prìșma; Romanian: prismă; Russian: [[призма]]; Spanish: [[prisma]]; Swedish: prisma or; Tagalog: balimbing; Thai: ปริซึม; Volapük: prismat
}}
}}

Latest revision as of 09:11, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρίσμα Medium diacritics: πρίσμα Low diacritics: πρίσμα Capitals: ΠΡΙΣΜΑ
Transliteration A: prísma Transliteration B: prisma Transliteration C: prisma Beta Code: pri/sma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A anything sawn, sawdust, Thphr.HP5.6.3, AP11.207 (Lucill.), Gp.4.15.9; πρίσμα λωτοῦ Dsc.Eup.2.50; μαρμάρου Aët.12.64; rotten wood, Dsc. 1.66.
2 wound resulting from trephining with a saw, ἰῆσθαι ὡς πρίσμα Hp.Morb.2.15.
II Geom., prism, Euc.11Def.13.

German (Pape)

[Seite 702] τό, das Gesägte, Sägespäne, Theophr.; als Streu gebraucht, Lucill. 24 (XI, 207). – Ein stereometrischer Körper, das Prisma, dreiseitige Säule, Euclid.

Greek (Liddell-Scott)

πρίσμα: τό, (πρίζω) τὸ πριονισθέν, «πριονίδι», Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 6, 3, Ἀνθ. Π. 41. 207· ― ἐντεῦθεν, σαθρὸν ξύλον, Διοσκ. 1, 79. ΙΙ. γεωμετρικὸν πρίσμα, Εὐκλείδ. ― Ἀλλὰ κατὰ Ζηκίδην ἐν Χρ. Λεξ. γραπτέον πρῖσμα.

Greek Monolingual

το / πρῖσμα, ΝΜΑ
μαθημ. στερεό που περικλείεται από μια πρισματική επιφάνεια και από δύο επίπεδα παράλληλα τα οποία τέμνουν όλες τις ακμές της πρισματικής επιφάνειας
νεοελλ.
1. φυσ. στερεό από γυαλί ή από άλλο κατάλληλο διαφανές υλικό, διαμορφωμένο κατά τρόπο που να σχηματίζει καθορισμένες γωνίες και επίπεδες έδρες, το οποίο προκαλεί ανάκλαση, διάθλαση και ανάλυση του φωτός
2. μτφ. η οπτική γωνία από την οποία εξετάζει κανείς ένα θέμα («βλέπει τα πάντα μέσα από το πρίσμα τών φιλοδοξιών του»)
3. φρ. μαθημ. «κανονικό πρίσμα» — ορθό πρίσμα του οποίου οι βάσεις είναι κανονικά πολύγωνα
β) «ορθό πρίσμα» — πρίσμα του οποίου οι παράπλευρες ακμές είναι κάθετες στα επίπεδα τών βάσεών τους
γ) «πλάγιο πρίσμα» — πρίσμα του οποίου οι παράπλευρες ακμές δεν είναι κάθετες στις βάσεις
δ) «κόλουρο πρίσμα» — καθένα από τα δύο στερεά τα οποία προκύπτουν όταν ένα πρίσμα τμηθεί από επίπεδο μη παράλληλο προς τις βάσεις του
ε) «κάθετη τομή πρίσματος» — τομή πρίσματος από επίπεδο κάθετο προς τις πλευρικές ακμές του
αρχ.
1. το αποτέλεσμα του πρίω, πριονίδι
2. αποσαθρωμένο, σαρακοφαγωμένο ξύλο
3. πληγή, τραύμα από πριόνισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρίω (για το -σ-, βλ. λ. πρίω) + κατάλ. -μα. Τη λ., με την επιστημον. της σημ., δανείστηκαν οι ξένες γλώσσες, πρβλ. αγγλ. prism, γαλλ. prisme].

Translations

sawdust

Albanian: tallash; Arabic: نُشَارَة‎; Egyptian Arabic: نشارة‎; Armenian: թեփ; Assyrian Neo-Azerbaijani: kəpək; Basque: zerrauts; Belarusian: пілавінне, апілкі; Bulgarian: стърготини; Catalan: serradures; Cherokee: ᎤᏍᎪᎬ; Chinese Mandarin: 鋸末, 锯末; Min Nan: 鋸屑, 锯屑; Classical Syriac: ܒܪܘܬܐ‎, ܢܣܪܬܐ‎; Czech: piliny; Danish: savsmuld or; Dutch: zaagsel; Esperanto: segaĵo; Faroese: saguspønir; Finnish: sahanpuru; French: sciure; Friulian: seadure; Galician: serraduras; Georgian: ნახერხი; German: Sägemehl, Sägespäne; Greek: ροκανίδι, πριονίδι; Ancient Greek: παράπρισμα, παραπρίσματα, πρίσμα, πρῖσμα, πρίονος ἐκβρώματα; Hawaiian: oka lāʻau; Hungarian: fűrészpor; Icelandic: sag; Ido: seg-pulvero; Indonesian: serbuk gergaji; Irish: min sáibh; Italian: segatura; Japanese: 木屑; Lao: ຂີ້ເລື່ອຍ; Latin: scobis, lanugo; Malagasy: tain-tsofa; Maori: kotakota; Norwegian: sagmugg; Bokmål: sagflis; Nynorsk: sagflis; Pashto: بوره‎; Plautdietsch: Soagespoon; Polish: trociny; Portuguese: serragem; Romanian: rumeguș; Romansch: resgim; Russian: опилки, древесная мука; Slovak: piliny; Sorbian Lower Sorbian: drobna rěz; Upper Spanish: serrín, aserrín; Swedish: sågspån, spån; Tagalog: kusot, piyaos; Thai: ขี้เลื่อย; Turkish: talaş; Vietnamese: mùn cưa; Walloon: soyoere, soeyure; Welsh: blawd llif, llwch llif

prism

Armenian: պրիզմա; Bulgarian: призма; Catalan: prisma; Chinese Mandarin: 稜柱, 棱柱; Czech: hranol; Danish: prisme; Dutch: prisma; Esperanto: prismo; Finnish: särmiö, prisma; French: prisme; Galician: prisma; German: Prisma; Greek: πρίσμα; Ancient Greek: πρίσμα; Hungarian: hasáb; Ido: prismato; Italian: prisma; Japanese: 角柱, プリズム; Khmer: ព្រីស; Korean: 프리즘; Norwegian Bokmål: prisme; Nynorsk: prisme; Occitan: prisma; Persian: منشور‎, شوشه‎; Polish: graniastosłup; Portuguese: prisma; Romagnol: prìșma; Romanian: prismă; Russian: призма; Spanish: prisma; Swedish: prisma or; Tagalog: balimbing; Thai: ปริซึม; Volapük: prismat