διδυμάων: Difference between revisions
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
(1b) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=δῐδῠμᾱ́ων | ||
|Medium diacritics=διδυμάων | |Medium diacritics=διδυμάων | ||
|Low diacritics=διδυμάων | |Low diacritics=διδυμάων | ||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=didymaon | |Transliteration C=didymaon | ||
|Beta Code=diduma/wn | |Beta Code=diduma/wn | ||
|Definition=[ | |Definition=[ᾱ], ονος, ὁ, ἡ, ''poet.'' for [[δίδυμος]], used by Hom. only in dual nom. and pl. dat., [[twins]], Il.5.548: later of things, μαζοί Nonn. D.3.390; simply, [[two]], [[δούρατα]] ib.23.33: sg., [[double]], [[κεραίη]] ib.15.30; [[βουλή]] ib.4.179. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(δῐδῠμάων) -ον<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾱ-]<br /><b class="num">• Morfología:</b> [gen. -ονος]<br /><b class="num">1</b> de pers. en du. o plu. [[gemelos]] ἐκ δὲ Διοκλῆος διδυμάονε παῖδε γενέσθην <i>Il</i>.5.548, cf. 6.26, del sueño y la muerte <i>Il</i>.16.672, 682, cf. Hes.<i>Sc</i>.49, <i>Fr</i>.17a.14.<br /><b class="num">2</b> de cosas, en plu. [[dos]] μαζοί Nonn.<i>D</i>.3.390, [[δούρατα]] Nonn.<i>D</i>.23.33<br /><b class="num">•</b>en sg. [[doble]] κεραίη Nonn.<i>D</i>.15.30, [[βουλή]] Nonn.<i>D</i>.4.179, μορφή Nonn.<i>D</i>.21.219, δειρή de una serpiente bicéfala, Nonn.<i>D</i>.5.152, θεσμός Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.10.14, 18. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0616.png Seite 616]] ονος, | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0616.png Seite 616]] ονος, [[Zwillingsbruder]]; Homer viermal: Iliad. 6, 26 ἡ δ' ὑποκυσαμένη διδυμάονε γείνατο παῖδε, die [[νύμφη]] νηὶς Ἀβαρβαρέη vom Bukolion; 5, 548 ἐκ δὲ Διοκλῆος διδυμάονε παῖδε γενέσθην; 16, 672. 682 ὕπνῳ καὶ θανάτῳ διδυμάοσιν. Vgl. [[δίδυμος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ονος;<br /><i>adj. m.</i><br />[[deux frères jumeaux]].<br />'''Étymologie:''' [[δίδυμος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δῐδῠμάων:''' ονος (ᾱ) ὁ (только dual. и pl.) близнец (из двойни) Hom. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δῐδῠμάων''': [ᾱ], -ονος, ὁ, ἡ, ποιητ. ἀντὶ [[δίδυμος]], ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῆ δυϊκ. ὀνομ. καὶ αἰτιατ. καὶ τῇ πληθ. δοτ., δίδυμοι ἀδελφοί, δίδυμοι, Ἰλ. Ε. 548, Ζ. 26, Π. 682. 2) = δύο, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰωάνν. σ. 60 Scheindl.). | |lstext='''δῐδῠμάων''': [ᾱ], -ονος, ὁ, ἡ, ποιητ. ἀντὶ [[δίδυμος]], ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῆ δυϊκ. ὀνομ. καὶ αἰτιατ. καὶ τῇ πληθ. δοτ., δίδυμοι ἀδελφοί, δίδυμοι, Ἰλ. Ε. 548, Ζ. 26, Π. 682. 2) = δύο, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰωάνν. σ. 60 Scheindl.). | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=ονος: only dual and pl., [[twin]]-brothers, twins; [[with]] παῖδε, Il. 16.672. | |auten=ονος: only dual and pl., [[twin]]-brothers, twins; [[with]] παῖδε, Il. 16.672. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[διδυμάων]] (-ονος), ο, η (Α)<br /><b>1.</b> [[δίδυμος]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>διδυμάονες</i>- δύο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δίδυμος]] <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) -<i>αων</i> ( | |mltxt=[[διδυμάων]] (-ονος), ο, η (Α)<br /><b>1.</b> [[δίδυμος]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>διδυμάονες</i>- δύο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δίδυμος]] <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) -<i>αων</i> ([[πρβλ]]. [[οπάων]] «[[σύντροφος]]»). Η [[δοτική]] πληθυντικού <i>διδυμάοσι</i> και η ονομαστική του δυϊκού <i>διδυμάονε</i> μαρτυρούνται ήδη από τον Όμηρο, ενώ ο Νόννος χρησιμοποιεί τη λ. ως [[επίθετο]] [[αντί]] του [[δίδυμος]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δῐδῠμάων:''' [ᾱ], -ονος, ὁ, ἡ ([[δίδυμος]]), μονάχα στην ονομ. δυϊκ. και δοτ. πληθ., δίδυμα αδέρφια, δίδυμοι, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''δῐδῠμάων:''' [ᾱ], -ονος, ὁ, ἡ ([[δίδυμος]]), μονάχα στην ονομ. δυϊκ. και δοτ. πληθ., δίδυμα αδέρφια, δίδυμοι, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=δῐδῠμά¯ων, ονος, <i>n</i> [[δίδυμος]] only in dual nom. and pl. dat.]<br />[[twin]]-brothers, twins, Il. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:13, 25 August 2023
English (LSJ)
[ᾱ], ονος, ὁ, ἡ, poet. for δίδυμος, used by Hom. only in dual nom. and pl. dat., twins, Il.5.548: later of things, μαζοί Nonn. D.3.390; simply, two, δούρατα ib.23.33: sg., double, κεραίη ib.15.30; βουλή ib.4.179.
Spanish (DGE)
(δῐδῠμάων) -ον
• Prosodia: [-ᾱ-]
• Morfología: [gen. -ονος]
1 de pers. en du. o plu. gemelos ἐκ δὲ Διοκλῆος διδυμάονε παῖδε γενέσθην Il.5.548, cf. 6.26, del sueño y la muerte Il.16.672, 682, cf. Hes.Sc.49, Fr.17a.14.
2 de cosas, en plu. dos μαζοί Nonn.D.3.390, δούρατα Nonn.D.23.33
•en sg. doble κεραίη Nonn.D.15.30, βουλή Nonn.D.4.179, μορφή Nonn.D.21.219, δειρή de una serpiente bicéfala, Nonn.D.5.152, θεσμός Nonn.Par.Eu.Io.10.14, 18.
German (Pape)
[Seite 616] ονος, Zwillingsbruder; Homer viermal: Iliad. 6, 26 ἡ δ' ὑποκυσαμένη διδυμάονε γείνατο παῖδε, die νύμφη νηὶς Ἀβαρβαρέη vom Bukolion; 5, 548 ἐκ δὲ Διοκλῆος διδυμάονε παῖδε γενέσθην; 16, 672. 682 ὕπνῳ καὶ θανάτῳ διδυμάοσιν. Vgl. δίδυμος.
French (Bailly abrégé)
ονος;
adj. m.
deux frères jumeaux.
Étymologie: δίδυμος.
Russian (Dvoretsky)
δῐδῠμάων: ονος (ᾱ) ὁ (только dual. и pl.) близнец (из двойни) Hom.
Greek (Liddell-Scott)
δῐδῠμάων: [ᾱ], -ονος, ὁ, ἡ, ποιητ. ἀντὶ δίδυμος, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῆ δυϊκ. ὀνομ. καὶ αἰτιατ. καὶ τῇ πληθ. δοτ., δίδυμοι ἀδελφοί, δίδυμοι, Ἰλ. Ε. 548, Ζ. 26, Π. 682. 2) = δύο, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰωάνν. σ. 60 Scheindl.).
English (Autenrieth)
ονος: only dual and pl., twin-brothers, twins; with παῖδε, Il. 16.672.
Greek Monolingual
διδυμάων (-ονος), ο, η (Α)
1. δίδυμος
2. στον πληθ. διδυμάονες- δύο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίδυμος + (επίθημα) -αων (πρβλ. οπάων «σύντροφος»). Η δοτική πληθυντικού διδυμάοσι και η ονομαστική του δυϊκού διδυμάονε μαρτυρούνται ήδη από τον Όμηρο, ενώ ο Νόννος χρησιμοποιεί τη λ. ως επίθετο αντί του δίδυμος.
Greek Monotonic
δῐδῠμάων: [ᾱ], -ονος, ὁ, ἡ (δίδυμος), μονάχα στην ονομ. δυϊκ. και δοτ. πληθ., δίδυμα αδέρφια, δίδυμοι, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
δῐδῠμά¯ων, ονος, n δίδυμος only in dual nom. and pl. dat.]
twin-brothers, twins, Il.