καμινευτής: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more

Source
(Bailly1_3)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kamineftis
|Transliteration C=kamineftis
|Beta Code=kamineuth/s
|Beta Code=kamineuth/s
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[καμινεύς]], <span class="bibl"><span class="title">PPetr.</span>3p.173</span> (dub., iii B.C.), <span class="bibl">Luc.<span class="title">Sacr.</span>6</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> title of priests at Ostia, <span class="title">IG</span>14.914.</span>
|Definition=καμινευτοῦ, ὁ,<br><span class="bld">A</span> = [[καμινεύς]] ([[furnace-worker]], [[smith]]), PPetr.3p.173 (dub., iii B.C.), Luc.Sacr.6.<br><span class="bld">II</span> [[camineut]], title of [[priest]]s at [[Ostia]], IG14.914.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1317.png Seite 1317]] ὁ, dasselbe; Luc. sacrific. 6 stellt ihn zusammen mit [[βάναυσος]] καὶ χαλκεὺς καὶ [[πυρίτης]]. S. [[καμινεύς]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1317.png Seite 1317]] ὁ, dasselbe; Luc. sacrific. 6 stellt ihn zusammen mit [[βάναυσος]] καὶ χαλκεὺς καὶ [[πυρίτης]]. S. [[καμινεύς]].
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[forgeron]], [[chaudronnier]].<br />'''Étymologie:''' [[καμινεύω]].
}}
{{elnl
|elnltext=καμινευτής -οῦ, ὁ [~ κάμινος] [[smid]].
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰμῑνευτής:''' οῦ ὁ Luc. = [[καμινεύς]].
}}
{{grml
|mltxt=ο θηλ. [[καμινεύτρια]] (Α [[καμινευτής]], θηλ. [[καμινεύτρια]]) [[καμινεύω]]<br />αυτός που εργάζεται σε [[καμίνι]], [[θερμαστής]], [[εργάτης]] καμινιού, [[καμινάρης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>επιγρ.</b> ιερατικό [[αξίωμα]] στην Όστια της Ιταλίας.
}}
{{lsm
|lsmtext='''κᾰμῑνευτής:''' -οῦ, ὁ, = [[καμινεύς]], σε Λουκ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κᾰμῑνευτής''': -οῦ, ὁ = [[καμινεύς]], Λουκ. π. Θυσιῶν 6· - θηλ. καμινεύτρια, Ἀρισταρχ. εἰς Ὀδ. Σ. 27.
|lstext='''κᾰμῑνευτής''': -οῦ, ὁ = [[καμινεύς]], Λουκ. π. Θυσιῶν 6· - θηλ. καμινεύτρια, Ἀρισταρχ. εἰς Ὀδ. Σ. 27.
}}
}}
{{bailly
{{mdlsj
|btext=οῦ (ὁ) :<br />forgeron, chaudronnier.<br />'''Étymologie:''' [[καμινεύω]].
|mdlsjtxt=κᾰμῑνευτής, οῦ, = [[καμινεύς]], Luc.] [from κᾰμῑνεύω]
}}
}}

Latest revision as of 09:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰμῑνευτής Medium diacritics: καμινευτής Low diacritics: καμινευτής Capitals: ΚΑΜΙΝΕΥΤΗΣ
Transliteration A: kamineutḗs Transliteration B: kamineutēs Transliteration C: kamineftis Beta Code: kamineuth/s

English (LSJ)

καμινευτοῦ, ὁ,
A = καμινεύς (furnace-worker, smith), PPetr.3p.173 (dub., iii B.C.), Luc.Sacr.6.
II camineut, title of priests at Ostia, IG14.914.

German (Pape)

[Seite 1317] ὁ, dasselbe; Luc. sacrific. 6 stellt ihn zusammen mit βάναυσος καὶ χαλκεὺς καὶ πυρίτης. S. καμινεύς.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
forgeron, chaudronnier.
Étymologie: καμινεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καμινευτής -οῦ, ὁ [~ κάμινος] smid.

Russian (Dvoretsky)

κᾰμῑνευτής: οῦ ὁ Luc. = καμινεύς.

Greek Monolingual

ο θηλ. καμινεύτριακαμινευτής, θηλ. καμινεύτρια) καμινεύω
αυτός που εργάζεται σε καμίνι, θερμαστής, εργάτης καμινιού, καμινάρης
αρχ.
επιγρ. ιερατικό αξίωμα στην Όστια της Ιταλίας.

Greek Monotonic

κᾰμῑνευτής: -οῦ, ὁ, = καμινεύς, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰμῑνευτής: -οῦ, ὁ = καμινεύς, Λουκ. π. Θυσιῶν 6· - θηλ. καμινεύτρια, Ἀρισταρχ. εἰς Ὀδ. Σ. 27.

Middle Liddell

κᾰμῑνευτής, οῦ, = καμινεύς, Luc.] [from κᾰμῑνεύω]